Μία έκθεση – κόλαφο για τα πεπραγμένα της πολιτικής του υπουργού Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα, συνέταξε το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, όπου μεταξύ άλλων υποστηρίζεται ότι οι Έλληνες πολίτες υπερφορολογούνται, εκφράζονται επιφυλάξεις για την επικείμενη έξοδο στις αγορές το 2014, ενώ ιδιαίτερη μνεία γίνεται στις «ελλιπείς, περιστασιακές και αποσπασματικές» μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζονται.
Σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση που παραδόθηκε σήμερα στον πρόεδρο του Κοινοβουλίου Ευάγγελου Μεϊμαράκη, η δημοσιονομική προσαρμογή χαρακτηρίζεται από πρόοδο, ωστόσο οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις βρίσκονται αρκετά πίσω. 
«Η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει αισθητά, να μηδενίσει ή και να μετατρέψει σε πλεονάσματα όλα τα ελλείμματα που είχε και πριν από την κρίση, με αποτέλεσμα να μην παρουσιάζει πλέον τις χειρότερες δημοσιονομικές επιδόσεις στην Ευρωζώνη», σημειώνει το γραφείο προϋπολογσιμού της Βουλής. Παράλληλα επισημαίνει πως οι… αριθμοί άρχισαν να ευημερούν καθώς το επιχειρηματικό κλίμα έχει βελτιωθεί, τα spreads έχουν πέσει, ο χρηματιστηριακός δείκτης ανεβαίνει και η φυγή κεφαλαίων ανακόπηκε.
Ωστόσο, σύμφωνα με την έκθεση, δεν συμβαίνει το ίδιο και σε κοινωνικό επίπεδο: όπως επισημαίνεται, δημιουργήθηκε πρωτοφανής ύφεση, αυξήθηκε δραματικά η ανεργία, διογκώθηκαν οι κοινωνικές ανισότητες, εκτοξεύτηκε το δημόσιο χρέος και υποχώρησε η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα.
«Ο στόχος της εσωτερικής υποτίμησης επιδιώχθηκε σχεδόν αποκλειστικά μέσω των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και κυρίως με τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας ενώ αγνοήθηκε (ή δεν επιδιώχθηκε επιτυχώς) η ταυτόχρονη μεταρρύθμιση στην αγορά αγαθών. Έτσι οι τιμές δεν έπεσαν επαρκώς, ένα μικρό μέρος της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας διαβρώθηκε από την ανατίμηση του ευρώ και το βιοτικό επίπεδο των καταναλωτών μειώθηκε δραματικά», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Και προσθέτει η έκθεση:
«Η αναντιστοιχία ουσιαστικής προόδου στον τομέα των μεταρρυθμίσεων σε σχέση με τον δημοσιονομικό τομέα, είχε σαν αποτέλεσμα τη διαφαινόμενη σταθεροποίηση μεν της οικονομίας, με ταυτόχρονη όμως εξασθένιση των μακροχρόνιων προοπτικών για ανάκαμψη, τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και τη διόγκωση της ανεργίας σε πρωτοφανή επίπεδα: προβλήματα τα οποία μπορούν να εξελιχθούν σε κινδύνους για την μετέπειτα πορεία της χώρας».

Επιφυλάξεις για την έξοδο στις αγορές

Το Γραφείο Προϋπολογισμού διατυπώνει και σοβαρές επιφυλάξεις στην σχεδιαζόμενη έξοδο της χώρας στις αγορές για νέα δάνεια. 
«Έχει μεν κάποια λογική, πλην όμως θα επιβαρύνει τη δημοσιονομική προσαρμογή τα επόμενα χρόνια», καθώς τα επιτόκια θα είναι πολύ υψηλότερα από εκείνα που θα μπορούσε να εξασφαλίσει το ελληνικό δημόσιο μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθεροποίησης (ΕΜΣ).
Σημειώνει δε πως ο δανεισμός από τις αγορές συνδέεται με μικρότερη περίοδο ωρίμανσης και αυτό συνεπάγεται βραχυχρόνια αυξημένες χρηματοδοτικές ανάγκες δεδομένου ότι δεν προβλέπεται να υπάρξει και περίοδος χάριτος.

Πολιτική σταθερότητα το κλειδί

Την ίδια ώρα, στην έκθεση γίνεται λόγος για άνιση κατανομή του κόστους της δημοσιονομικής προσαρμογής, ενώ αναφορές γίνονται και στην πολιτική πόλωση που παρατηρείται στη χώρα. 
Στην ευρωπαϊκή συζήτηση το ζήτημα μιας ελάχιστης εσωτερικής συναίνεσης συνδέεται προφανώς με την ανάγκη για συνέχεια των βασικών στοιχείων της οικονομικής πολιτικής τουλάχιστον τα επόμενα δύο χρόνια. 
Τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι δύο, τονίζει η έκθεση: Μπορεί η κυβέρνηση να προτείνει αλλαγές στην τρέχουσα πολιτική -χωρίς να εγκαταλείψει τη γενική κατεύθυνση- που να απαντούν στις ανησυχίες και την κριτική της αξιωματικής κυρίως αντιπολίτευσης αλλά και Ευρωπαϊκών και Διεθνών θεσμών (πχ. Ευρωκοινοβούλιο, ΔΝΤ, κλπ.) χωρίς να εξαιρέσουμε και την συζήτηση που διεξάγεται στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής κοινότητας;
Και, από την άλλη πλευρά, μπορεί η αξιωματική αντιπολίτευση να αποδεχθεί συγκλίσεις με βάση τη διακηρυγμένη θέση της ότι δεν επιδιώκει την έξοδο της Ελλάδας από τη Ζώνη του Ευρώ;

Υπερφορολογούνται οι Έλληνες 

Παράλληλα, εκτενή αναφορά γίνεται και στην πρόσφατη πολιτική αντιπαράθεση σε σχέση με το εάν οι Έλληνες πολίτες υπερφορολογούνται σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. 
Σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, οι φορολογικοί συντελεστές, τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις, είναι υψηλότεροι από το μέσο όρο των χωρών τόσο της Ε.Ε. όσο και της Ευρωζώνης.
Ειδικότερα, γίνεται σύγκριση των φορολογικών συντελεστών με τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς μέσους όρους ως εξής:
«Ο ΦΠΑ διαμορφώνεται στο 23% έναντι 21,5% στην Ε.Ε. και 20,5% στην Ευρωζώνη. Ο ανώτερος συντελεστής φόρου εισοδήματος για τα φυσικά πρόσωπα στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 46% έναντι 39,5% στην Ε.Ε. και 44,5% στην Ευρωζώνη, ενώ ο ανώτερος συντελεστής φόρου για τα νομικά πρόσωπα στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 26% (έναντι 21,8% στην Ε.Ε. και 25,9% στην Ευρωζώνη».
newpost.gr

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook