Ο Γιώργης και κατά κόσμον Στέλιος Μάινας, αποχαιρέτησε το «Νησί», γράφοντας, μεταξύ άλλων, στο aixmi.gr:

Το Nησί θα επανέλθει…

\”Στη διάρκεια ενός σιγαρέτου που είναι η ζωή μας, και όπου χαιρόμαστε, και αυτοκαταστρεφόμαστε, το μόνο φωσάκι που δεν σβήνει ακόμα κι αν ο χρόνος μας το πατά χάμω είναι το κάλλος. Η απειροελάχιστη στιγμή, όπου γευτήκαμε το κάλλος και το ενσωματώσαμε μια για πάντα μες την ιδιωτική μας αιωνιότητα.

Πόσο θέλει ακόμα για να περάσει στην ιστορία, να κλείσει και το τελευταίο κεφάλαιο, να μπει η τελεία, και το ΤΕΛΟΣ, και από κει και έπειτα να μετατραπεί σε αναφορά, σε μια παράγραφο των γεγονότων που πέρασαν, να μετατραπεί σε συμβάν, πριν κλείσει εκείνο το βαρύ βιβλίο που χωνεύει τα πάντα… Πόσο θέλει; Μερικές ώρες; Μερικές μέρες; Μια θύμηση θα μείνει, λες; Ένα άρωμα, μια ευχή; Ποιος ξέρει; Το μέλλον θα δείξει.

Τι θέλει ο άνθρωπος για να ‘ναι ευτυχισμένος; Ένα παξιμάδι βρεγμένο όνειρα, κι ένα ποτήρι καλημέρα, μια μυρωδιά ελπίδας, ένα χαμόγελο αισιοδοξίας, για να μπορέσει να σηκωθεί, να τρίψει το πονεμένο γόνατο απ’ την κούραση, να ξαναζαλωθεί το φορτίο της ζωής, κι άντε πάλι την ανηφόρα.

Ένα σκαμνί, μια πέτρα για ξεκούραση, ήταν το Νησί, το ‘βλεπα στα μάτια των περαστικών, στην αρχή δειλά, μ’ έναν ψίθυρο, ένα άγγιγμα, ένα ευχαριστώ, και μετά φωναχτά, γελαστά, σαν τα παιδιά που πλατσουρίζουν ανέμελα στα νερά…

Γιατί εμείς, εκεί στο Νησί, το νιώσαμε το «κάλλος», ο καθένας για λογαριασμό του το έκανε ένα κομμάτι της ιδιωτικής του αιωνιότητας, περασμένο με παραμάνα φυλαχτό στο λευκό φανελάκι της αθωότητάς μας. Όλοι, η Βικτώρια, ο Νίνος, ο Χρήστος, ο Πέτρος, ο Λοΐζος, ο σκηνοθέτης κι οι ηθοποιοί, η σεναριογράφος, οι ηλεκτρολόγοι, οι φωτιστές, οι μακιγιέζ, το σκηνοθετικό, η Πλάκα, η Ελούντα, οι βοηθητικοί, το σκηνογραφικό, τα κοστούμια, ο Άγιος, κι ο καπετάν Σούτης, κι ο Γιώργης, κι ο Δημητρός, η Γεωργία, οι δίδυμοι…

Ο Μανώλης μας με την εικόνα του Άγιου Παντελεήμονα προφυλαγμένη να μην την κάψει ο ήλιος, ο Αλέκος, το Πόρτο, ο Κοκοτός, το Μάρμιν και ο Γιώργος, ο Τζίμης, οι καπεταναίοι και τα πληρώματα της ΑΝΕΚ που μας πηγαινοφέρνανε, τα εστιατόρια και τα μαγαζιά στον Άγιο Νικόλα στην Ελούντα, στην Πλάκα, που μας κερνάγανε, το προσωπικό όλων των ξενοδοχείων που μας φιλοξένησαν, μας τάισαν μας κοίμισαν, μας διασκέδασαν.

Οι γιατροί του Άγιου Νικόλα  που μας γιατροπόρεψαν αφιλοκερδώς, ο κόσμος που άνοιξε τα σεντούκια και τις ντουλάπες του να μας δανείσει τα οικογενειακά του κειμήλια, η κυρά Μαρία, οι γιαγιάδες της Άνω Ελούντας με τις ρακές, τους λουκουμάδες του, και τα κεράσματά τους, κι όλοι εκείνοι που μ’ ένα χαμόγελο, μας έδειχναν, «προχωρήστε», που ρωτούσαν να μάθουν τα νέα, να μάθουν αν ο τόπος τους θα πάρει μια διάκριση, να μάθουν αν «μας θωρούν».

Κι όταν πια οι προσδοκίες γίνονταν σιγά σιγά βεβαιότητα κι αυτή περηφάνια, όταν άκουγες «ήμουν κι εγώ εκεί», ένιωθες πως το κάλλος αυτό έχει ευεργετήσει και εμάς και τους κατοίκους και τον τόπο. Γιατί, ρε παιδί μου, το καλό είναι τόσο ανακουφιστικό στις ψυχές μας, γιατί σ’ αυτούς τους τραυματικούς καιρούς που ζούμε, είναι ίαμα και βάλσαμο να νιώθεις πως κάτι σε παίρνει απ’ το χέρι και σε πάει λίγο πιο κει.

Όταν νιώθεις μες το πηχτό τηλεοπτικό μας σκοτάδι πως υπάρχει ένα φωσάκι να σου δείξει το δρόμο, έστω κι αδύναμο, κι αχνό, κι ας κλαίει ο κόσμος μπρός τους δέκτες, αυτός ο λυτρωτικός, ο απελευθερωτικός λυγμός μιας περηφάνιας που καθημερινά καταρρακώνεται. Και ξεχνάς, εκεί μπροστά στο δέκτη σου, πως έχεις ακόμα μια βδομάδα για να πάρεις το επίδομα ανεργίας, κι είσαι μ’ ένα πενηντάευρο, και ξεχνάς πως έληξε η ΔΕΗ, και ξεχνάς πως τα τηλέφωνα απ’ τούς φίλους αραιώνουν, γιατί δεν νιώθεις άνετα να σε κερνάνε όλη την ώρα οι άλλοι και συ να λες «ευχαριστώ».

Και ξεχνάς πως ζεις  τις πιο δύσκολες ώρες του τόπου σου, και νιώθεις και συ λίγο σαν τους Ολυμπιακούς του 2004, που λέγαμε, «μπορούμε», και λες «ναι ρε γαμώτο, κάτι μπορούμε να κάνουμε όλοι μαζί, να ανατρέψουμε τα προγνωστικά που μας θέλουν φαλιρισμένους, να ανατρέψουμε αυτή την εικόνα που μας θέλει όλους λαμόγια και τεμπέληδες, να ξαναπάρουμε πάνω μας, να νιώσουμε πως κάτι προσφέραμε κι εμείς όλοι στον πολιτισμό και τον εξανθρωπισμό μας».

Γιατί όπως έλεγε ο Ελύτης «Ο Πολιτισμός, περνάει όπως το ιώδιο πάνω απ’ τις πονεμένες περιοχές για να τις γιάνει, έως ότου κάποιος καινούργιος τραυματοποιός παρουσιαστεί, και επαναληφτεί η ίδια ιστορία, και έχει ο Θεός».

Επειδή, άπαξ και κάποιος επέτυχε, στον Πολιτισμό εννοώ, δεν μπορεί παρά να επανέλθει. Μετά μυριάδες χρόνια θα επανέλθει…\”

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook