H Συνταγματική Αναθεώρηση αποτελεί τελικά τον ποθητό στόχο μιας κατά βάση τεχνικής συζήτησης και όχι την αφορμή για πραγματική διαβούλευση γύρω από ένα διαπραγματευτικό τραπέζι. Προσηλωνόμαστε γύρω από το αποτέλεσμα ξεχνώντας τη διαδικασία, στην οποία ενυπάρχει η πολιτική ουσία και το νόημα μιας συνταγματικής αναθεώρησης. Τα τεχνικά επιχειρήματα δεν είναι πλέον επικουρικά εργαλεία συνεννόησης και συντονισμού μεταξύ των επιπέδων νομιμοποίησης του πολιτικού λόγου, αλλά το υλικό για να οικοδομήσουμε ‘οδοφράγματα’. Αρνούμενοι συχνά να συζητήσουμε την ουσία των πολιτικών διαφορών, αναλωνόμαστε σε αντιμαχίες με θεσμική επίφαση, «επί της αρχής».

Δυστυχώς, δεν βοηθά και το γεγονός ότι οι συζητήσεις γύρω από τη συνταγματική αναθεώρηση σπάνια γίνονται σε πολιτικά «ψυχρό» χρόνο, χάνοντας ή μάλλον σπαταλώντας τις ευκαιρίες ουσιαστικού διαλόγου. Ας προσπαθήσουμε, χωρίς υπεκφυγές, να αποτιμήσουμε πολιτικά το κόστος αυτής της χαμένης ευκαιρίας.

Το ζήτημα δεν είναι, όπως λέγεται συχνά, «να συμφωνήσουμε σε πέντε πράγματα», αλλά να συμφωνήσουμε στους όρους της συζήτησης. Το βαθιά πολιτικό ζήτημα είναι να μπορέσουμε να αποδεχθούμε ότι κόμματα και πολιτευτές είμαστε μέρος μιας συνταγματικής τάξης, όπου εναλλάσσονται οι ρόλοι. Κανένας δεν (πρέπει να) είναι «απόλυτος», νικητής ή ηττημένος. Όμως, αυτή η στιγμή είναι όχι απλώς κατάλληλη για πολιτική αυτοκριτική, αλλά η καταλληλότερη. Η μεταπολίτευση μπορεί να μη πέτυχε συναίνεση σε «πέντε πράγματα», αλλά πέτυχε «πέντε πράγματα», μεταξύ των οποίων να μην αντιμετωπίζουμε την εναλλαγή στους ρόλους εξουσίας, ως απειλή. Αυτή την κατάκτηση πρέπει να τη διαφυλάξουμε.

Στη δημόσια συζήτηση, έως τώρα, έχουν κατατεθεί δυο «τεχνικές» απόψεις που συνηγορούν υπέρ της αναγκαιότητας της συνταγματικής αναθεώρησης.

Η πρώτη αφορά το πολιτικό πρόβλημα που προκύπτει από το άρθρο 86 του Ν. 3126/2003, ο οποίος ερμηνεύει τις συνταγματικές προβλέψεις περί ευθύνης Υπουργών. Ο συγκεκριμένος νόμος καθιστά αδύνατη εν τοις πράγμασι να διωχθεί και να παραπεμφθεί υπουργός ή πρώην υπουργός όταν προέρχεται από το κόμμα που έχει κερδίσει εκ νέου τις εκλογές. Έτσι, η ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης καταλήγει να είναι ποινική ευθύνη της αντιπολίτευσης, ή εν πάση περιπτώσει πολιτικών δυνάμεων που σήμερα δεν είναι «στα πράγματα».
Πέρα από τη συνταγματική ουσία του ζητήματος, υπάρχει μια πολιτική πρόκληση, η οποία αφορά κόμματα, πολιτευτές και ψηφοφόρους. Από τη μια πλευρά πρέπει η κοινή γνώμη να πειστεί ότι δεν προάγουμε μια «συντεχνιακή» λογική αποφυγής ποινικών ευθυνών. Από την άλλη πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη να μη δημιουργήσουμε μια συνταγματική τάξη όπου οι διαφορές μεταξύ πολιτικών δυνάμεων θα επιλύονται στην κάλπη και όχι στο δικαστήριο. Διότι κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει μια καταχρηστική και προσχηματική δίωξη πολιτικών αντιπάλων στην πολιτική πραγματικότητα της χώρας.

Ένα δεύτερο ζήτημα που έχει συνδεθεί με τη συζήτηση περί αναθεώρησης του Συντάγματος είναι η εκλογή και νομιμοποίηση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Πέρα από την τεχνική συζήτηση περί διάκρισης και διασταύρωσης των εξουσιών, υπάρχουν δυο ζητήματα που αφορούν και τους μη «ειδικούς».

Ένα καίριο, αλλά και επίκαιρο ερώτημα είναι εάν θα συνεχίσουμε να ρίχνουμε κυβερνήσεις με πρόφαση την εκλογή του Προέδρου, επικαλούμενοι την κρισιμότητα της συγκυρίας ή την περίφημη «αναντιστοιχία» με τη λαϊκή βούληση. Αυτή η συζήτηση πάντα γίνεται με όρους τακτικισμού. Όμως, μήπως πρέπει στα σοβαρά να αποφασίσουμε ότι οι κυβερνήσεις εκλέγονται για τέσσερα χρόνια; Διαφορετικά, ας θεσπίσουμε άμεση δημοκρατία, ή ας αρκεστούμε σε μια… δειγματοληπτική δημοκρατία των focus groups και των δημοσκοπήσεων.

Αλληλένδετο είναι το ζήτημα που προκύπτει με αφορμή τις προτάσεις για εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας απευθείας από το λαό, και ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων του. Ανοίγουμε έτσι την πιθανότητα μιας διακομματικής «συγκατοίκησης» στο πεδίο της εκτελεστικής εξουσίας. Για αυτή την συγκατοίκηση, η Ελληνική Δημοκρατία δεν είναι έτοιμη. Το πραγματικό πολιτικό πρόβλημα είναι η επικράτηση μιας κουλτούρας απόλυτης ήττας και απόλυτης νίκης. Ακόμα και εάν πρόσφατα, παρά τον εκλογικό μας νόμο, εξαναγκαστήκαμε σε κυβερνήσεις συνεργασίας, το πολιτικό μας σύστημα είναι κατά βάση μονοκομματικού προσανατολισμού.

Όμως, ένα πολιτικό σύστημα που κάνει συμβιβασμούς μόνον σε συνθήκες εξαναγκασμού, είναι πρακτικά αδύνατο να παράξει πολιτικές με ορίζοντα εφαρμογής πέραν της τετραετίας. Και επειδή η έξοδος από την κρίση δε νοείται χωρίς μακρόπνοες πολιτικές, θα πρέπει να βάλουμε στο τραπέζι τη συνταγματική αναθεώρηση.

Η συζήτηση αυτή ίσως να είναι, σημαντικότερη ακόμη και από τα αποτελέσματά της.

Η κυρία Βάσω Κόλλια είναι η Γενική Γραμματέας Ισότητας των Φύλων

 

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook