Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, τα πολιτικά κόμματα, ένα ολόκληρο πλέγμα που αναπτύχθηκε στην διάρκεια της μεταπολίτευσης, πολλές φορές με όρους και αναφορές παρελθόντων του ελληνικού δημόσιου βίου, δεν μπόρεσε να πείσει την ελληνική κοινωνία για τις προθέσεις του, την αποτελεσματικότητα του, το ότι μπορεί να συμβάλλει στην δημοκρατική μεταρρύθμιση του, με κόμματα που να είναι εργαστήρια  παραγωγής πολιτικού λόγου και όχι μηχανισμοί νομής εξουσίας και διανομής θέσεων  σε αξιωματούχους, απαξιώνοντας στα μάτια των Πολιτών έναν εκ των βασικών πυλώνων μιας δημοκρατικής πολιτείας, τα κόμματα. 

Η Μεταπολίτευση, η επάνοδος της Δημοκρατίας, αποτέλεσαν μια ιστορική καμπή στην νεώτερη ελληνική ιστορία, συνδέθηκαν με την επαναφορά του αιτήματος ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, δεν λειτούργησαν όμως ως καταλύτης ριζικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Έτσι, την πιο ιστορική στιγμή της μεταπολεμικής Ελλάδος, αυτήν της θεσμικής ενσωμάτωσης της χώρας στην Κοινότητα των δημοκρατικών κρατών της Ευρώπης, την αφήσαμε να περνάει ανεκμετάλλευτη μέσα απο ιδελοηψίες, στρεβλές αντιλήψεις αναφορικά με την οικονομία, την ανάπτυξη, τον ρόλο του Κράτους, ακόμα και αυτήν την σχέση μας με την Ευρώπη.

Ο εμφανής στρεβλός χαρακτήρας καταστάσεων που αναπτύχθηκαν στις τέσσερις αυτές 10ετίες της Μεταπολίτευσης, επέφερε αδιέξοδα, ενίσχυση ενός πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού παρεμβατισμού, καταστάσεις που δεν παρείχαν την αναγκαία παραγωγική πολιτική πρόταση, την σύνθεση, μια ανανεωμένη εικόνα του πολιτικού συστήματος. Παρά το ότι στην χώρα υπήρξε εισρροή εκατομμυρίων κοινοτικών πόρων, κυρίως στο διαρθρωτικό κομμάτι του αγροτικού πρωτογενούς τομέα, των περιφερειακών πολιτικών, η οικονομική παραγωγική βάση δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί σε αντιστοιχία με το πνεύμα και το γράμμα των κοινοτικών πολιτικών και κατευθύνσεων, με αποτέλεσμα να να δημιουργούνται κακές πρακτικές στην στόχευση, σχεδιασμό, διαχείριση και εν τέλει αποτελεσματικότητα των προσπαθειών.

Σημαντικό στοιχείο του ότι δεν καταφέραμε να διαμορφώσουμε την λελογισμένη αξιοποίηση και εκμετάλλευση ως προς την συμμετοχή μας στο κοινοτικό προγραμματικό περιβάλλον, αποτελεί και ο ελλειμματικός τρόπος σκέψης και δράσης που αναπτύξαμε  συνολικά, κόμματα, αυτοδιοίκηση, αλλά και Κοινωνία, στον τρόπο αντίληψης γύρω από την συμμετοχή μας  στην Κοινότητα, του πως διαμορφώσαμε μια συνολικά καθολική προσέγγιση των γενικότερων αρχών της ενοποιητικής πραγματικότητας.

Παρά την διασύνδεση μας τόσο σαν κεντρικό κράτος, όσο και σαν Δήμοι, Περιφέρειες, με το κοινοτικό γίγνεσθαι, σε επίπεδο πόρων, το έλλειμμα που επιδείξαμε ως προς την πολιτική έκφραση της Κοινότητας/Ένωσης, αποτυπώνει και μια ημιτελή εικόνα ως προς την αποτύπωση αντίληψης του υπερεθνικού, πολιτικού και θεσμικού χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Και αυτό αποτυπώνονταν με πιο εμφατικό τρόπο την περίοδο των ευρωπαϊκών εκλογών, που οι συζητήσεις μας, ο δημόσιος πολιτικός διάλογος δεν έφερνε στο προσκήνιο τα πολιτικά διακυβεύματα για την Ευρώπη, αλλά περνούσαμε σε μια στενή εθνική, εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση, χαμηλού βεληνεκούς, που και δεν  προκαλούσε το ενδιαφέρον των Πολιτών και διαστρέβλωνε το νόημα των ευρωπαϊκών εκλογών.

Σήμερα, που οι στόχοι, οι επιδιώξεις μας, εξακολουθούν να αποδέχονται ως σταθερό χώρο επίλυσης των ζητημάτων της χώρας την συμμετοχή μας μέσα στον πυρήνα της ΕΕ και του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, των δεσμεύσεων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν, η αποδοχή αυτού του στόχου, απαιτεί αποφασιστικότητα και όχι αβεβαιότητα, αταλάντευτη προσήλωση και όχι ταλαντευόμενη ασάφεια, κατανόηση των  σημαντικών εξελίξεων στην κατεύθυνση ενίσχυσης της πορείας της Ευρώπης και συμμετοχή στον σκληρό πυρήνα αυτών.

Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν και απαιτούν αντίληψη, πρακτική, συμπεριφορά, που θα συμβαδίζουν με μια ανανεωμένη, πραγματιστική αντίληψη της σταθερής μας σχέσης με την ΕΕ, της κοινής πορείας σταθερότητας.  Ζήτημα πεποίθησης μιας πορείας που θα οριοθετείται από την πραγματικότητα, ξεπερνώντας αποσπασματικές και περιοριστικές δικές μας μόνο απροσδιόριστες προθέσεις. Ζήτημα υψηλής πολιτικής προτεραιότητας για την χώρα και την κοινωνία, που θα ενισχύει τον παγιωμένο, σταθερό, ευρωπαϊκό προσανατολισμό. 

Την ημέρα που η ελληνική κυβέρνηση αποχωρούσε μονομερώς από τις διαπραγματεύσεις, στις 26 Ιουνίου, ο Πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλώντ Γιούνκερ,  δημοσιοποιούσε τις πολύ σημαντικές προτάσεις του για την μεταρρύθμιση, πολιτική και οικονομική της ΟΝΕ, ο οδικός χάρτης για την πορεία της ευρωζώνης.

Τώρα λοιπόν, που στην Ευρώπη, η Επιτροπή Γιούνκερ  διαμορφώνει αναγκαίες θεσμικές κατευθύνσεις για την δημοσιονομική ένωση, για την πολιτική Ευρώπη, την ώρα που ακόμα και η Κύπρος τυγχάνει της πρόνοιας του σχεδίου της ποσοτικής χαλάρωσης, η ελληνική συμμετοχή σε αυτόν τον σκληρό πυρήνα ενοποίησης, στην βάση της χθεσινής ετυμηγορίας του ελληνικού λαού, επι ενός άκαιρου δημοψηφίσματος, απαιτεί μια νέα, ευρύτερη, συζήτηση, συνάθροιση όλων των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που έχουν σαν κοινή προγραμματική ατζέντα την ευρωπαϊκή κατεύθυνση, που θα πιάνει εξ’ αρχής τον μίτο της Αριάδνης που σχετίζεται με την διαχρονική μας παρουσία στην Κοινότητα/Ένωση, τι πραγματικά επιτύχαμε μέσα σε αυτήν, τι αναζητούμε, τι προσδοκούμε, για την Ελλάδα, για την Ευρώπη. Αναζητώντας μια ανανεωμένη, ισχυρή, σταθερή και διαρκή παρουσία για την Ελλάδα στην Ευρώπη.

Ο κ. Γιώργος Ζερβάκης είναι εκπρόσωπος των Ευρωπαίων Φεντεραλιστών Κρήτης

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook