“Ο Ομαλός έχει τη δική του ζωή, όπως άλλωστε και τα περισσότερα πράγματα στην Κρήτη” με αυτά τα λόγια αρχίζει το αφιέρωμα του BHmagazino της Κυριακής στον ομαλό.

Ακολουθεί το αφιέρωμα:
 
“Καμιά μουσική δεν είναι τόσο συναρπαστική όσο τα κουδούνια των κουραδιών (κοπαδιών) το ξημέρωμα στον Ομαλό. Γύρω τα βουνά κρατούν ακόμη το ρόδινο χρώμα τους και λες ότι προστατεύουν σαν κάστρα αυτή την καλή ενέργεια που κρατά το οροπέδιο μέσα στην εκτεταμένη αγκαλιά του.

Οταν ξημερώσει καλά, αυτή η ενέργεια μοιάζει να βρίσκει διέξοδο προς το αθέατο Ξυλόσκαλο, στη νοτιοανατολική άκρη του οροπεδίου, στη σκιά του επιβλητικού Γκίγκιλου, για να κατέβει τα σκαλιά του παραδείσου που λέγεται Φαράγγι της Σαμαριάς, να περιπλανηθεί ώρες πολλές, ίσως πέντε-έξι για τους λιγότερο έμπειρους πεζοπόρους, και να βρει διέξοδο μέσα από της φημισμένες, στενές Σιδερόπορτες στην Αγία Ρουμέλη, στου Λυβικού το πέλαγος.

Ομως η θετική ενέργεια του οροπεδίου δεν είναι διαβατάρικη σαν τους επισκέπτες. Ως διά μαγείας επιστρέφει πάλι εκεί, για να τη βρουν και να την πάρουν οι επόμενοι επισκέπτες.

Ουσιαστικά υπάρχει πάντα ανεξάντλητη, όσο υπάρχουν η Μαδάρα, η Στράτα των Μουσούρων, οι αυτόχθονες με τις κατσούνες τους, τα ήμερα κουράδια των προβάτων και τα άγρια των αγριμιών (αγριοκάτσικων), οι ιστορίες της ελευθερίας και της παλικαριάς, τα ριζίτικα τραγούδια. Οσο υπάρχει αυτό το πλήθος των επισκεπτών που, σαν από θαύμα, άμαθοι από πεζοπορία, διατρέχουν ένα από τα μεγαλύτερα και ωραιότερα φαράγγια της Ευρώπης, κάπου 17 χλμ., και σχεδόν όλοι φτάνουν στην Αγία Ρουμέλη νικητές και βρίσκονται με μια ρακή στο χέρι για τα επινίκια.

Ο Ομαλός, όπως τα περισσότερα πράγματα στην Κρήτη, δεν είναι απλώς ένα σκαλοπάτι για τον Φάραγγα, είναι αυτεξούσιος και έχει τη δική του ζωή. Η ανάσα του είναι οι άνθρωποι που προσέχουν τα ζώα τους ακουμπισμένοι στις κατσούνες τους. Αυτό το χαρακτηριστικό κρητικό ραβδί φτιαχνόταν παραδοσιακά από ανθεκτικό και ελαστικό ξύλο αμπελιτσιάς – ένα από τα ελάχιστα σημεία της Μεγαλονήσου στα οποία φύεται βρίσκεται εδώ κοντά στον Ομαλό.

Τώρα όμως που η αμπελιτσιά κοντεύει να εξαφανιστεί και έγινε προστατευόμενο είδος της χλωρίδας, προτιμούν τη μουριά, από τους καρπούς της οποίας αποστάζουν τη μουρνόρακη, μια ιδιαίτερη γεύση της περιοχής. Δεν το χρησιμοποιούν τόσο για να στηρίζονται, όσο για να συλλαμβάνουν τα ζώα τους από τον λαιμό. Γι’ αυτό πρέπει να είναι βαρύ, για να μπορεί να κρατήσει έναν δυνατό τράγο. Ο ίδιος ο εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος τραγουδούσε αυτή τη μαντινάδα, τα έμμετρα επιγράμματα των Κρητικών:

Σαν είν’ ο τράγος δυνατός
δεν τον χωρεί η μάντρα.
Ο άντρας κάνει τη γενιά
κι όχι η γενιά τον άντρα.

Ακόμη πιο αισθαντική και αυθεντική φωνή της Κρήτης, αυτεξούσια, χωρίς τη συνοδεία οργάνων, είναι τα ριζίτικα τραγούδια, που ονομάστηκαν έτσι, ταιριάστηκαν και τραγουδήθηκαν εδώ, στις ρίζες της Μαδάρας:

Αγρίμια κι αγριμάκια μου,
λάφια μου μερωμένα
πέστε μου πού ‘ναι οι τόποι σας,
πού ‘ναι τα χειμαδιά σας;
Γκρεμνά ‘ναι εμάς οι τόποι μας,
λέσκες τα χειμαδιά μας,
τα σπηλιαράκια του βουνού
είναι τα γονικά μας.

Το αγρίμι, το ιθαγενές κρητικό αγριοκάτσικο, ταιριάζει πολύ στην ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων. Ο Εθνικός Δρυμός της Σαμαριάς έγινε για να προστατευτεί αυτό το κόσμημα της Μαδάρας. Ακριβοθώρητο, μπορεί να το δει ο τολμηρός ορειβάτης που θα επιχειρήσει ανάβαση στον Γκίγκιλο.

Αυτό το βουνό, 1.000 μ. πάνω από το Ξυλόσκαλο, σε φοβερίζει ότι δεν μπορεί να υπάρχει μονοπάτι για να ανέβεις στην κορυφή του. Οταν όμως, αντί να αρχίσεις να κατεβαίνεις το Ξυλόσκαλο για το βάθος του Φαραγγιού της Σαμαριάς, αρχίσεις να ανεβαίνεις το ύψος του Γκίγκιλου, βλέπεις ότι υπάρχει το μονοπάτι των ήμερων και των άγριων κατσικιών. Εως την κρουσταλλένια πηγή, που αναβλύζει μέσα από τα ξερά χαλίκια στη μέση της απότομης σάρας, και έως τον αυχένα στο Λινοσέλι, ο τόπος περπατιέται, με αρκετή προσπάθεια. Από ‘κεί και πάνω, όμως, και έως την κορυφή, τα πράγματα γίνονται πιο επίπονα.

Η Μαδάρα ήταν πάντα καταφύγιο ανταρτών σε όλες τις επαναστάσεις των Κρητικών, αλλά και στην πρόσφατη γερμανική Κατοχή. Και τα τραγούδια τους, η μουσική της ελευθερίας:

Πότε θα κάμει ξαστεριά, 
πότε θα φλεβαρίσει,
να πάρω το ντουφέκι μου, 
την έμορφη πατρόνα,
να κατεβώ στον Ομαλό, 
στη στράτα των Μουσούρων.

Η Στράτα των Μουσούρων είναι μία από τις δύο εισόδους στο οροπέδιο. Την πιάνει ο περιηγητής που έρχεται από τα Χανιά από του Καράνου. Είναι ένας αρχαίος δρόμος που ξεκινά από την άκρη του κάμπου του Σκινέ και φτάνει στο οροπέδιο του Ομαλού (12 χλμ.). Ο δρόμος περνά μέσα από ένα υπέροχο δάσος αγριοκυπάρισσων και ανεβαίνει στο οροπέδιο και το χωριό Νέος Ομαλός. Επειτα από 1 χλμ. ο δρόμος διακλαδίζεται αριστερά για το Ξυλόσκαλο του φαραγγιού της Σαμαριάς (4 χλμ.) και δεξιά προς τα χωριά του Σελίνου (η πινακίδα γράφει Σούγια 41 χλμ.).

Αυτή είναι η έξοδος ή η δεύτερη είσοδος του Ομαλού. Ο αμαξιτός βγαίνει από το οροπέδιο και αρχίζει να κατηφορίζει προς την Αγία Ειρήνη (5 χλμ. από τη διακλάδωση στο οροπέδιο, όπου βρίσκεται και η είσοδος του περίφημου φαραγγιού που βγάζει στη Σούγια), αμέσως μετά (1 χλμ.) συναντά το Επανωχώρι, μετά τις Πρινές (1 χλμ.) και μετά τα Τσισκιανά (1 χλμ.) όπου προσφέρεται η πρώτη θέα του Λιβυκού πελάγους. Ακολουθούν Καμπανός (3 χλμ.), Αγριλές (4 χλμ. μετά) και το Ροδοβάνι (1 χλμ.) με τα καλά κρασιά. Ετσι βγαίνει ο περιηγητής στον κεντρικό δρόμο Παλαιόχωρα-Χανιά, πριν από την Κάντανο.

Τα πολλά κουράδια στον Ομαλό είναι το καλοκαίρι. Η λιτότητα που αποπνέει ολόκληρο το τοπίο υπάρχει και μέσα στη βούργια των βοσκών. Συνήθως έχουν κομμάτια κρεατότουρτας, ένα αντιπροσωπευτικό έδεσμα των Χανίων. Είναι ένα ψωμί γεμισμένο με κομμάτια αρνιού ή κατσικιού. Ακόμη πιο λιτό είναι το τσιγαριαστό κρέας. Είναι 
η πιο χαρακτηριστική γεύση των βουνών της Κρήτης, καθώς γίνονται από «πρωτόγονα» υλικά και έχουν τη λιτότητα, την αυστηρότητα, την ουσία των ορεσίβιων που τα κατοικούν στη Μαδάρα.

Στο καυτό λάδι μπαίνουν οι μερίδες του αρνιού ή του κατσικιού, μαζί με ψιλοκομμένο κρεμμύδι (κάποιοι δεν βάζουν ούτε αυτό), και το τσιγαριάζουν σε δυνατή φωτιά ώστε να πάρει έντονο χρώμα και να κρατήσει τους χυμούς του. Μετά το σβήνουν με κρασί (ένα νεροπότηρο για κάθε κιλό αρνί) και χαμηλώνουν τη φωτιά για να βράσει στο ζουμί του. Κάθε τόσο το «τσιτώνουν» με το πιρούνι για να δουν αν έχει ψηθεί. Για ένα μικρό αρνί χρειάζεται περίπου μία ώρα. Μετά αυξάνεται ο χρόνος, ανάλογα με την ηλικία του αρνιού. Στο τέλος προσθέτουν αλάτι και πιπέρι. Καμιά φορά βάζουν κύμινο και άλλοι προσθέτουν στο σερβίρισμα ρίγανη, μια επίσης ατόφια ευωδιά των βουνών.”

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

Tags:

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook