Και τώρα πρέπει να σου πω τα νέα, παππού.

Στο σπίτι, στο χωριό, πάνω απ’ το τζάκι αγέρωχη, περήφανη και χαμογελαστή η μορφή σου μ΄ένα καντήλι να τη φωτίζει, μας θύμιζε και μας θυμίζει πάντα το Χρέος: ογδονταδυό χρονώ είδες το Μάη του ’41 να μαυρίζει ο ουρανός στο κατωμέρι.

Άκουσες το βομβαρδισμό, είδες πάνοπλους “ιδεαλιστές”, όπως τους λένε τελευταία, να πέφτουν απ’ τον ουρανό, για μια ακόμη φορά το σπίτι, το χωριό σου, η Κρήτη, η λευτεριά κινδύνευε.

Κατέβηκες με το μουλάρι και το εμπροσθογεμές από τη Μικρασία στο Λατζιμά- κι ας ήξερες πως θα χαθείς. Και χάθηκες. Για τη ράτσα, το πρέπει, την Ιδέα.

Και σ’ είχαμε δίκαια δίπλα στους Αγίους, παππού-γιατί μαζί με τους φίλους, τους συναγωνιστές σου τον άγιασες τον τόπο μας. Και οι ξένοι – και οι Γερμανοί- μουσαφίρηδες στο σπίτι μας σ’ ανάβανε το καντήλι.

Και δακρύζανε, παππού.

Χρόνια πολλά μετά, αφού ειρηνεύσαμε με τους άλλους λαούς -και τους φονιάδες σου- παππού και γίναμε και σύμμαχοι και έρχουνται χιλιάδες στον τόπο μας και τους βάζομε στη μέσα μπάντα του σπιτιού μας σα συγγενείς, σα φίλους, και κακία δεν κρατούμε και στα εργοστάσιά τους δουλέψανε οι πατεράδες μας και δανεικά μας δίνουνε -κι ας τα γυρεύουνε με τόκο- κακό μαντάτο ακούστηκε στον τόπο μας: το Πανεπιστήμιο της Κρήτης ετίμησε έναν ιστορικό που μέσα σ΄άκρες παππού έγραψε σ’ ένα βιβλίο πως για τις εκτελέσεις χιλιάδων στην Κρήτη, για τους εμπρησμούς των χωριών μας για όσα δεν βάνει ο νους ανθρώπου, φταίγατε εσείς, παππού, γιατί λέει προσβάλλατε τα θεριά, τους κόβατε τα αυτιά και τους βγάνατε τα μάτια και μύρια όσα των εκάμετε- μα ανθρώποι ξέραμε ότι είστε, όχι άγρια θηρία!!!

Και σηκωθήκανε οι πέτρες στο Νησί και μούγκριζε η γη στα μνήματά σας, παππού, και μορφωμένοι κι αγράμματοι σκοτεινιάσανε, πώς η πρεπιά της Κρήτης, το Πανεπιστήμιό μας, έκαμε τέτοιο ατόπημα. Κι ύστερα η Πολιτεία, σαν τσι Πολιτείες που σέβουνται τους νεκρούς τους, εκάλεσε στο Δικαστήριο τον προσβολέα, γιατί σας έκαμε ίδια και όμοια με τους φονιάδες, γιατί, λίγο ως πολύ, εσείς είχετε το άδικο, που δεν καλωσορίσετε τα πολυβόλα και το θάνατο με τσικουδιές και πίτες ανεβατές στσι αυλές σας.

Και δεν το σκέφτηκα δυο φορές, παππού. Και με φίλους καλούς, με καρδιά καθαρή και προίκα το δίκιο σου, επήγα στο Δικαστήριο- μια που καθώς στη ζωή το θελες, τα παιδιά σου δεν μπορούσανε, αλλά οι εγγονοί σου σπουδάσανε- σε τούτη την εποχή, έλεγες, δεν κάνουνε ελεύθερο τον άνθρωπο τ’ άρματα, μα τα γράμματα.

Και δώσαμε τη μάχη- και είναι η Ιστορία μαζί μας και το δίκιο σας, μα σου’ χω κακά νέα, παππού. Λίγοι απομείναμε στα χαρακώματα,

Έλληνες δασκάλοι στα Πανεπιστήμια, γραφιάδες σ’ εφημερίδες τσ’ Αθήνας, ”προοδευτικοί” κατά πως λένε, παππού, ως και ακαδημαικοί, σοφοί με τη βούλα, ξεσηκωθήκανε, γιατί μπορεί, λέει, καθαείς να γράφει ό, τι θέλει, γιατί είμαστε, λέει, σκοταδιστές, γιατί δεν ήτονε οι ναζήδες ο Μεσαίωνας που σας εσκέπασε, που μαύρισε τα σπίτια σας, αλλά εμείς- που, μόνο το δίκιο σας φωνάξαμε.

Και σκέψου, παππού, ότι ο λεγάμενος δεν καταδέχτηκε να ρθει στο Ρέθεμνος, μια κουβέντα να πει, μιαν απαντοχή να δώσει στους μαυροφορεμένους που χάσανε τη μιλιά τους στη Δίκη μ’ αυτά που ακούγανε, να πει μια συμπάθεια για τους νεκρούς. Και δεν ήρθανε, παππού, στη δίκη -πέρα από μετρημένους- ούτε βουλευτάδες, ούτε δημάρχοι, ούτε νομάρχες- ναι, παππού, αυτοί που το Μάη θα βάλουνε τα κουστούμια και θα καταθέτουνε στεφάνια στα μνημεία σας….

Και σήμερω μας είπανε ξαφνικά πως δεν μπορούμε, λέει, να σας εκπροσωπούμε και απομείνανε μοναχοί οι πολεμιστές της ελευθερίας του λόγου, τόσο πολεμιστές που δεν θέλανε ν’ ακούγεται ο λόγος μας- δηλαδή ο λόγος και το δίκιο σας, παππού.

Και θ΄απολογούνται στο καθρέφτη και θα νομίζουνε πως είναι δυνατοί, γιατί’ ναι με την Αυτοκρατορία, ενώ εμείς, θαρρούνε, είμαστε μικροί και αδύναμοι – και γραφικοί θα πούνε. Γιατί δεν το κατέχεις, είναι σήμερω της μόδας να μη θυμάσαι κι, αν γίνεται, να μη θωρείς, να μην ακούς και να μη μιλείς, παππού.

Μα μη στενοχωράσαι. Ό, τι απόφαση και να βγάλουνε, εμείς και θα θωρούμε και θα ακούμε και θα μιλούμε,ώστε να στέκει ο κόσμος, παππού. Κι όταν οι “πατριώτες” που σας προσβάλλανε θα κοιμούνται -αν μπορούνε-μ’ αγκαλιά τα ‘δικαιώματα’ τις “ελευθερίες” και τ’ άλλα κούφια που χρησιμοποιούνε οι δυνατοί για να ξαναγράφουνε την ιστορία, όπως τσι συμφέρει, εμείς θα κρατούμε, ώστε να ζούμε, το θυμιατό να σας θυμιάζομε.

Και τώρα, αφού μπλιο δεν μπορώ να το κάνω στο Δικαστήριο, πρέπει να βγω στο χωριό να σ’ ανάψω το καντήλι- με το λάδι από τις ελιές που φύτεψες- αλλά δεν πρόλαβες τον καρπό τους. Γιατί κι απ’ τις ελιές και τη ζωή σου την ίδια, ήτονε πιο σημαντική η Κρήτη μας, παππού. Κι η λευτεριά.

Σε φιλώ σταυρωτά.

Ο Νίκος Κοτζαμπασάκης είναι δικηγόρος

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook