Η σύνοδος των G20 στην πόλη Χανγκζού της Κίνας στις 4 και 5 Σεπτεμβρίου ανέδειξε περισσότερο τους διχασμούς παρά τα σημεία σύγκλισης των μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου. Ουσιαστικά, δεν κατέληξε σε καμία συμφωνία κατά της φτώχειας και της λιτότητας, παρά τις διάφορες εξαγγελίες για την ανάγκη αναδιανομής του εισοδήματος. Η στάση δε της Ε.Ε., ήταν σαφώς κατώτερη των περιστάσεων, πράγμα αναμενόμενο βέβαια για έναν θεσμό που τα τελευταία χρόνια ακολουθεί πιστά τις επιταγές -και τα συμφέροντα- του Βερολίνου.

Ωστόσο η κατάσταση της πραγματικής οικονομίας τείνει σε αδιέξοδο όχι μονάχα για την Ελλάδα των μνημονίων αλλά και για την υπόλοιπη Ευρώπη, ακόμα και για τις χώρες του λεγόμενου σκληρού πυρήνα. Αυτό φαίνεται από τις τελευταίες εξελίξεις σε χώρες όπως η Γαλλία και το Βέλγιο.

Στο Βέλγιο, στις 2 Σεπτεμβρίου, ο αμερικανικός κολοσσός κατασκευής μηχανημάτων Caterpillar ανακοίνωσε ότι θα προβεί σε παύση των δραστηριοτήτων της μονάδας παραγωγής στην πόλη Grosselies, πράγμα που συνεπάγεται άμεσα 2.200 απολύσεις και έμμεσα περισσότερες από 5.000 απώλειες θέσεων εργασίας -καθώς πολλές τοπικές επιχειρήσεις εξαρτώνται άμεσα από τη δραστηριότητα του εργοστασίου. Στη Γαλλία, στις 7 Σεπτεμβρίου, η εταιρία παραγωγής σιδηροδρομικού εξοπλισμού Alstom ανακοίνωσε ότι θα βάλει  λουκέτο από το 2018, στην ιστορική μονάδα στη πόλη Belfort, η οποία λειτουργούσε από το 1879 και όπου εργάζονται περίπου 400 άνθρωποι.

Πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση της Caterpillar, η σχετική παύση δραστηριοτήτων έγινε παρά το γεγονός ότι η εταιρία είχε τηρήσει τον στόχο συρρίκνωσης κατά 36% του κόστους παραγωγής της μετά από μεγάλη αναδιάρθρωση που έγινε το 2013. Στην περίπτωση της Alstom είναι χαρακτηριστικό ότι το λουκέτο ανακοινώθηκε μετά από την υπογραφή μεγάλου συμβολαίου προμήθειας των γαλλικών σιδηροδρόμων από την γερμανική εταιρία Vossloh. Συγκεκριμένα, στις 29 Ιουλίου υπεγράφη συμβόλαιο μεταξύ της γαλλικής εταιρίας σιδηροδρόμων (SNCF) και της γερμανικής Vossloh, ύψους 140 εκατομμυρίων ευρώ για την παροχή μηχανών ελιγμών. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι την επιλογή του παρόχου για λογαριασμό της γαλλικής εταιρίας έκανε η θυγατρικής της Akiem, στην οποία όλως τυχαίως είναι συν-μέτοχος η Deutsche Bank.

Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι τα γερμανικά συμφέροντα έχουν διεισδύσει βαθιά απ’ άκρη σ’ άκρη στις οικονομίες των ευρωπαϊκών κρατών, τις οποίες απομυζούν όπως γίνεται και στην Ελλάδα. Η Ε.Ε. σε αυτή τη διαδικασία όχι απλώς δεν βάζει φρένο, αλλά, μέσω των κανόνων της ελεύθερης αγοράς και των πολιτικών δημοσιονομικής λιτότητας, δημιουργεί το ιδανικό περιβάλλον για την εξέλιξη αυτής της διαδικασίας.

Το περιβάλλον αυτό, επιτρέπει για παράδειγμα πρακτικές κοινωνικού και φορολογικού ντάμπινγκ, που ενισχύουν πάντα τους μεγαλύτερους παίκτες της αγοράς και ενώ οι μικρότεροι ασφυκτιούν λόγω της λιτότητας. 

Τόσο το κοινωνικό όσο και το φορολογικό ντάμπινγκ που παρατηρούνται όλο και συχνότερα στα κράτη-μέλη της Ε.Ε., οδηγούν όχι μόνο στην στρέβλωση του ανταγωνισμού προς όφελος των γερμανικών εταιριών και στη διάλυση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στις υπόλοιπες χώρες, αλλά υπονομεύουν και στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα. Αυτή τη στιγμή σε πολλά κράτη-μέλη της Ε.Ε. παρατηρείται αυξημένος αριθμός επισφαλών θέσεων εργασίας και μειούμενα επίπεδα προστασίας των εργαζομένων που διαλύουν τις εργασιακές σχέσεις.

Η Κομισιόν, βάσει δηλώσεων του ίδιου του προέδρου της κ. Γιούνκερ, από τις 15 Ιουλίου 2014, είχε υποτίθεται δεσμευτεί να αναλάβει δράσεις για την καταπολέμηση των κινδύνων του κοινωνικού ντάμπινγκ. Ωστόσο, η πορεία των εργασιακών σχέσεων στις ευρωπαϊκές χώρες δείχνει πως καμία δράση δεν έχει αναληφθεί και το κοινωνικό ντάμπινγκ συνεχίζει να υφίσταται ενισχύοντας τις διακρίσεις και την άνιση μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων.

Ομοίως, όπως έχω τονίσει πολλάκις,  οι πολυεθνικές επιχειρήσεις που παράγουν υπερκέρδη, φοροδιαφεύγουν μέσω των ενδοομιλικών συναλλαγών και άλλων πρακτικών που τους επιτρέπουν να αποκρύπτουν τα κέρδη τους. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι απώλειες λόγω εταιρικής αποφυγής μέσω μεταφοράς κερδών υπολογίζονται σε πενήντα έως εβδομήντα δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως! Όμως, η στάση της ΕΕ και ειδικότερα της Επιτροπής γύρω από το μείζον αυτό ζήτημα, είναι αμφίσημη. Διότι την ίδια στιγμή που καταδικάζει, για παράδειγμα, την Apple να πληρώσει 13 δισ. ευρώ προς την Ιρλανδία για τη γνωστή υπόθεση φοροαποφυγής, δεν κάνει τίποτα για τις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις -μεταξύ αυτών και κάποιες ελληνικές- που φοροδιαφεύγουν έχοντας εγκατασταθεί φορολογικά είτε στην Ολλανδία είτε στο Λουξεμβούργο, όπως είχε γίνει γνωστό με το σκάνδαλο των Luxleaks πριν από σχεδόν δύο χρόνια.

Για να λειτουργήσει ορθά ο ανταγωνισμός στην Ευρώπη, αλλά κυρίως και για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης θα πρέπει αφενός να εξαλειφθεί το κοινωνικό ντάμπινγκ που ενισχύεται από τις πολιτικές λιτότητας και διαλύει τα εργασιακά δικαιώματα και αφετέρου να καταπολεμηθούν σκληρά οι αντικοινωνικές πρακτικές φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής των μεγάλων επιχειρήσεων.

Για τους λόγους αυτούς πρέπει να καταγγελθεί ανοικτά το Σύμφωνο Σταθερότητας που αποτελεί τη μήτρα πολλών δεινών, σε μία συγκυρία μάλιστα που συγκροτείται θεσμικά ένα αντιγερμανικό μπλοκ μέσα στην Ένωση. Δυστυχώς όμως, αν κρίνει κανείς από τη πεντασέλιδη Διακήρυξη των Αθηνών που συνυπογράφουν οι ηγέτες των εφτά χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου, η στάση απέναντι στη Γερμανία και το Σύμφωνο Σταθερότητας είναι, ως επί το πλείστον, δειλή  και επιδερμική.

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook