Μια φορά και έναν καιρό ήτανε πολλά μικρά καταστήματα τα οποία ανήκαν σε μικρούς ανεξάρτητους εμπόρους. Τα καταστήματα αυτά προσέφεραν δουλειά σε πολλούς ανθρώπους και συνέβαλλαν με κάθε τρόπο στην τοπική κοινωνία την οποία δραστηριοποιούνταν. Έδιναν στα συσσίτια, σε κοινωνικές δομές και γενικά προσπαθούσαν ότι κέρδος τους έμμενε να το αναδιανέμουν στην πόλη στην οποία δραστηριοποιούνταν.

Τα καταστήματα αυτά φορούσαν τα γιορτινά τους σε κάθε ευκαιρία και φρόντιζαν με κάθε τρόπο να δίνουν ένα εορταστικό κλίμα τόσο στους ίδιους που εργάζονταν εκεί αλλά και τους πελάτες τους. Στόλιζαν τους δρόμους τους, κανόνιζαν διάφορα μουσικά events πραγματοποιούσαν κληρώσεις με δώρα και γενικά προσπαθούσαν να δώσουν το κάτι παραπάνω στην πόλη τους. Ο χρόνος κυλούσε και τα περισσότερα εξ αυτών των καταστημάτων μπορούσαν να προσφέρουν τόσο στις οικογένειες που τα δούλευαν όσο και σε άλλες οικογένειες  που βοηθούσαν ως υπάλληλοι σε αυτά. Το κλίμα στα περισσότερα εξ αυτών ήταν οικογενειακό και οι πελάτες τους πάντα είχαν προσωπικές σχέσεις με τους ανθρώπους που δούλευαν εκεί. Πέρα από την συναλλαγή λέγανε μια κουβέντα παραπάνω και μπορούσαν να συζητούν διάφορα θέματα που τους απασχολούσαν αμφίδρομα.

Κάποια στιγμή όμως κάτι τεράστια καταστήματα εμφανίστηκαν ξαφνικά με πάρα πολλά είδη και πολλές φορές πολύ καλές τιμές για τους καταναλωτές. Ο κόσμος περίεργος αρχικά άρχισε να τα επισκέπτεται και αργότερα συνεπαρμένος από τον τρόπο λειτουργίας τους άρχισε σταδιακά να ξεχνά τα τοπικά μαγαζιά. Μάταια οι ντόπιοι προσπαθούσαν να φέρουν τον κόσμο στα καταστήματα τους. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να αλλάξει η καταναλωτική συνήθεια τους.

Έτσι αναπόφευκτα οι δρόμοι ερήμωσαν, τα μικρά καταστήματα έκλεισαν και τελικά ο ένας πίσω από τον άλλο έμειναν άνεργοι ή μετατράπηκαν σε υπάλληλους αυτών των καταστημάτων. Το παράδοξο ήταν ότι όσο έκλειναν οι μικρές επιχειρήσεις τόσο η πελατεία αυτών των πολυκαταστημάτων μεγάλωνε και αντί να πέφτουν οι τιμές λόγω αυξημένης κίνησης αυτές ανέβαιναν. Ο ανταγωνισμός μετατρεπόταν σταδιακά σε πλήρες ολιγοπώλιο με ότι αυτό συνεπάγεται. Επίσης οι μισθοί των υπαλλήλων ενώ θεωρητικά θα έπρεπε να αυξάνονται λόγω τζίρου αυτοί μειώνονταν καθ’ ότι οι ευέλικτες μορφές  εργασίας καθώς και η ίδια η έλλειψη εργασίας ήταν το βούτυρο στο ψωμί για αυτές τις εταιρείες και την μεγιστοποίηση των κερδών τους.

Αυτός ο φαύλος κύκλος φτωχοποίησης του καταναλωτή και έλλειψη ανταγωνισμού από τους ήδη αφανισμένους μικρούς εμπόρους οδήγησε σε μια νέα τάξη πραγμάτων η οποία συσσώρευσε τον πλούτο στα χέρια των ελάχιστων και μετέτρεψε όλη την υπόλοιπη κοινωνία σε σκλάβους.

Τώρα υπάρχουν πάρα πολλοί που μετανιώνουν που στήριζαν τόσα χρόνια αυτές τις εταιρείες αναπολώντας τις εποχές όπου υπήρχαν τοπικά καταστήματα. Δυστυχώς όμως η εικόνα είναι διαφορετική. Όλα αυτά δεν υπάρχουν πια και οι άνθρωποι είναι πιο αποκομμένοι από ποτέ. Τώρα τα κλειστά καταστήματα είναι πιο πολλά και το σκοτάδι ακόμα πιο θλιβερό. Ήταν η ελπίδα που προσδοκούσε να μην πεθάνει ή έστω να ξαναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες της και που όμως δεν τα κατάφερε.

Και στο τέλος τι έγινε παππού;

Στο τέλος… έζησαν κάποιοι καλά… και όλοι εμείς χειρότερα….

Παραμύθι με θλιβερό τέλος; Ισως…Ισως και όχι…Το μόνο σίγουρο είναι ότι γυρνώντας στο παρελθόν δηλαδή στο σήμερα μπορεί όλο αυτό να παραμείνει ένα παραμύθι με χαρούμενο όμως τέλος. Ας φτιάξουμε λοιπόν όλοι μαζί το δικό μας παραμύθι…

  • Μπαρμπόπουλος Πάνος, έμπορος, MSc in Retail management

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook