Αύγουστος 1935: Οι εργάτες ζητούν ψωμί και η κυβέρνηση τους έδωσε σφαίρες… Η περιγραφή των γεγονότων από τον «Ριζοσπάστη» της εποχής

Το καλοκαίρι του 1935 το Ηράκλειο της Κρήτης έγινε τόπος αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ απεργών και των δυνάμεων καταστολής του κράτους. Επτά νεκροί και δεκάδες τραυματίες ήταν το αποτέλεσμα της επίθεσης που εξαπέλυσε στρατός και αστυνομία, για να καταστείλουν τους αγώνες των απεργών, κυρίως σταφιδεργατών, που διεκδικούσαν καλύτερα μεροκάματα και ανθρώπινα ωράρια.

Διεκδικούσαν, επίσης, ελεύθερη κυκλοφορία του εργατικού Τύπου και κατήγγειλαν προσπάθειες παλινόρθωσης της μοναρχίας. Για να αντιμετωπίσει τους απεργούς, η κυβέρνηση Τσαλδάρης είχε αποφασίσει να αποστείλει ακόμα και πολεμικά πλοία και σμήνος βομβαρδιστικών (!), χωρίς τελικά να υλοποιήσει την απόφασή της.

Ο βασικός όγκος των απεργών αποτελούνταν από σταφιδεργάτες, οι οποίοι, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, στο Ηράκλειο έφθαναν εκείνη την εποχή τους 2,5 χιλιάδες, από τους οποίους το 80% ήταν γυναίκες.

Στο φύλλο του «Ριζοσπάστη», στις 25 Ιούλη 1935, το ρεπορτάζ με τον τίτλο «Οι σταφιδεργάτες του Ηρακλείου στο πόδι. Σκλαβική δουλειά και πείνα. Αισχρές μανούβρες των σταφιδέμπορων», αναφερόταν στις κινητοποιήσεις που είχαν προηγηθεί στις 4 και 24 Ιούλη. Οι σταφιδέμποροι αρνούνταν να συζητήσουν με το Σωματείο τους, όπως συνέβαινε κάθε χρόνο, για τους όρους εργασίας.

Οι εργοδότες, γράφει ο «Ριζοσπάστης», «δεν τους παραχωρούν το 8ωρο, ούτε τους δίνουν το 100-120 δραχμές μεροκάματο και 30-45 δραχμές στις γυναίκες που απαιτεί το σωματείο. Ακόμα αρνούνται να αναγνωρίσουν το σωματείο τους και έχουν την απαίτηση να τους έχουν 15 ώρες στο 24ωρο στη δουλειά και να τους βασανίζουνε για τιποτένια αμοιβή που τους δίνουν.

(…) η διοίκηση του σωματείου τους ανεβοκατεβαίνει τα σκαλιά του Νομάρχη και του επιθεωρητή εργασίας και καμιά λύση δεν δίνεται στα ζητήματά τους. Το τραστ των σταφιδεμπόρων Ακράτου, Φλώρου, Κωνσταντινίδη, Τζουλάκη, Διαλενά και Τζωρτζάκη, αυτοί που γδύνουν κυριολεκτικά τους φτωχούς σταφιδοπαραγωγούς με τις φετινές τιμές, δηλώνουν ότι θα κηρύξουν λοκ-άουτ».

 

 Το πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη» στις 6 Αυγούστου 1935

Στις 2 Αυγούστου ο «Ριζοσπάστης» παρουσιάζει τα αιτήματα των σταφιδεργατών: Καθιέρωση 8ωρου, μεροκάματο σύμφωνα με το κόστος ζωής, ελεύθερη κυκλοφορία του εργατικού Τύπου, γενική αμνηστία, κατά της μοναρχικής παλινόρθωσης. Οι αρχές είπαν ότι θα εξετάσουν τα ζητήματα, ενώ «για τον εργατικό Τύπο είπαν πως κυκλοφορεί μόνο στην Αθήνα!»

Ζήτησαν ψωμί, τους έδωσαν σφαίρες

Την Κυριακή 4 Αυγούστου, οι σταφιδεργάτες ξεκινούν νέα απεργία. Γίνονται αιματηρές συγκρούσεις εργατών και ενόπλων της χωροφυλακής και του στρατού. Μέχρι να έρθουν ενισχύσεις, οι απεργοί γίνονται κύριοι της κατάστασης. Στο «Ριζοσπάστη» στις 6 Αυγούστου αναφέρεται η εκτίμηση της κυβέρνησης ότι η κινητοποίηση «πήρε χαρακτήρα επαναστατικό και ότι είναι ακόμα άγνωστο αν κρύπτονται πίσω από την απεργία επαναστατικοί σκοποί».

Ο μέραρχος Μπακόπουλος, που είχε σταλεί για να καταστείλει τον αγώνα, τηλεγράφησε από το Ηράκλειο «ότι η πόλη αναρχείται και ότι ένοπλοι ομάδες διασχίζουν τους δρόμους». Στις συμπλοκές, ο στρατός χρησιμοποιεί πολυβόλα, δολοφονώντας εργάτες.

Στο ίδιο φύλλο του «Ριζοσπάστη» δεσπόζει ο τίτλος: «Η γενική απεργία του Ηρακλείου βάφτηκε στο αίμα. Οι εργάτες ζήτησαν ψωμί και η κυβέρνηση τους έδωσε σφαίρες. Ανάστατοι για τις δολοφονίες οι εργάτες διαδήλωσαν και έγιναν κυρίαρχοι των δρόμων. Κηρύχτηκε στο Ηράκλειο ο στρατιωτικός νόμος, στάλθηκε στρατός και πολεμικά».

Στις 7 Αυγούστου, ο «Ριζοσπάστης», παρά τις δυσκολίες (η κυβέρνηση είχε ουσιαστικά απαγορέψει την επικοινωνία με το νησί), παρουσίασε λεπτομερή εξέλιξη των γεγονότων:

«Την Κυριακή (σ.σ. 4 Αυγούστου) το μεσημέρι κηρύχθηκε πανεργατική απεργία σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους απεργούς σταφιδεργάτες. Στις 2 με 3 το απόγευμα έγινε συγκέντρωση πάνω από 3 χιλιάδων εργατών στο λιμάνι. Ο νομάρχης Θεοτόκης κατέβηκε στο Λιμεναρχείο, όπου δέχθηκε επιτροπή των απεργών. Κατά τις 5.30 μ.μ. ο διοικητής της χωροφυλακής Παπαευσταθίου, ο ίδιος που ματοκύλισε και τους εργάτες της Καλαμάτας στις 9 του Μάη του 1934, επικεφαλής διμοιρίας στρατού και δύναμης χωροφυλάκων κατέβηκε στο λιμάνι να διαλύσει τους απεργούς που καθόντουσαν και ακούγανε τους ομιλητές τους (…)

 Ενα ακόμα πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη» της εποχής (9/8/1935), με φωτογραφίες τραυματιών από την αιματηρή καταστολή της απεργίας

Ο Παπαευσταθίου διέταξε αμέσως τη διάλυση των καθήμενων εργατών με τους υποκόπανους. Οι εργάτες, μπροστά στην πρόκληση αυτή, εξαγριώθηκαν μόλις έγινε η επίθεση της χωροφυλακής, άρπαξαν καρέκλες, κεραμίδια, σωλήνες και αμύνθηκαν κατά των αστυνομικών δυνάμεων. Μπροστά στην εξέγερση των εργατών οι χωροφύλακες το έβαλαν στα πόδια, παρατώντας τα τουφέκια τους στα χέρια των εργατών.

Οι εργάτες πήραν με αυτόν τον τρόπο 30 όπλα, που τα παραδώσανε αμέσως στο Λιμεναρχείο. Αφού έδιωξαν τους χωροφύλακες οι εργάτες γύρισαν και κάθισαν στις θέσεις τους».

Μπροστά στην πίεση των συγκεντρωμένων, ο νομάρχης ακολούθησε παρελκυστική τακτική. Καθησύχασε τους εργάτες ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κανένα περαιτέρω τρομοκρατικό μέτρο εναντίον τους και ότι θα πάει στη νομαρχία να υποχρεώσει τους εργοδότες να υπογράψουν σχετικό πρωτόκολλο. Ομως στην πράξη ετοιμαζόταν να εξαπολύσει νέα δολοφονική επίθεση, που, όπως αποδείχτηκε, ήταν προσχεδιασμένη.

Ερρίφθησαν 10.000 πυροβολισμοί!

Το βράδυ της Κυριακής «στις 8 μ.μ. πάνω από 4 χιλιάδες εργάτες με επικεφαλής την απεργιακή τους επιτροπή ανέβηκε από το λιμάνι στη νομαρχία περιμένοντας την υπογραφή του πρωτοκόλλου για να λύσουν την απεργία τους. Οταν όμως έφτασαν εκεί πληροφορήθηκαν με αγανάκτηση ότι οι σταφιδέμποροι δεν προσήλθαν καθόλου. Οι εργάτες ζήτησαν τότε από το νομάρχη να τους δοθεί μια σαφής και συγκεκριμένη απάντηση. Ο νομάρχης βγήκε τότε στον εξώστη και αντί άλλης απαντήσεως τους κάλεσε να διαλυθούν μέσα σε 10 λεπτά, γιατί αλλιώτικα θα μεταχειριζόταν βία. Συγχρόνως έδιωξε την απεργιακή επιτροπή από τη νομαρχία».

Πριν περάσουν πέντε λεπτά, «διέταξε τη βιαία διά των όπλων διάλυσή τους και έδωσε στους επικεφαλής του στρατού και της χωροφυλακής τη διαταγή να πυροβολήσουν. Πραγματικά αμέσως ακούστηκε ομοβροντία πυροβολισμών με όπλα και οπλοπολυβόλα που έστησαν στην ταράτσα της νομαρχίας στον δημοτικό κήπο και σε άλλα σημεία.

Ερρίφθησαν 10.000 πυροβολισμοί περίπου. Ολόκληρη η πόλη αναστατώθηκε. Ο κόσμος που βρισκόταν στην πλατεία πανικοβλήθηκε. Οι εργάτες διαλύθηκαν. Πολλές σφαίρες πέσανε και μέσα στα καταστήματα και στα καφενεία, όπως στο καφενείο Χανιωτάκη κι αλλού.
Από τους πυροβολισμούς αυτούς τραυματίστηκαν 25 περίπου. Από αυτούς, τρεις ξεψύχησαν αργότερα. Πολλοί από τους τραυματίες ήταν ανήξεροι διαβάτες, όπως ο Πριβελάκης, υπάλληλος της Εμπορικής Τράπεζας. Τους τραυματίες τους μάζευαν οι εργάτες, αλλά οι χωροφύλακες τους κυνηγούσαν κι αυτούς. Ενώ το πλήθος διαλυόταν και έτρεχε προς την πλατεία Νικηφόρου Φωκά, καινούρια ομοβροντία πυροβολισμών ρίχτηκε από το αστυνομικό τμήμα.

(…) Οι εργάτες διαλύθηκαν για μια στιγμή. Αλλά το φοβερό μακελειό που έγινε προκάλεσε τη γενική αγανάκτηση του λαού. Αρχισαν να χτυπάν οι καμπάνες των εκκλησιών. Ο κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται στην πλατεία Αγίου Μηνά και να καταφέρεται κατά των δολοφόνων. Η αστυνομία έκαμε καινούργια επίθεση, αλλά δεν κατόρθωσε να τη διαλύσει. Ετσι πέρασε ολόκληρη η νύχτα. Οι καμπάνες χτυπούσαν, ο κόσμος είχε ξεχυθεί στους δρόμους, οι γυναίκες έκλαιγαν ζητώντας τους δικούς των.

Οι αρχές θέσανε σε επιφυλακή στρατό και χωροφυλακή, φρούρησαν τα δημόσια κτίρια, τις σταφιδαποθήκες και το ηλεκτρικό εργοστάσιο. Επίσης, στήσανε οπλοπολυβόλα στα επίκαιρα σημεία. Ο νομάρχης επικοινωνεί με τα Χανιά και ζητά ενισχύσεις, προετοιμάζοντας νέο αιματοκύλισμα. Πράγματι στάλθηκαν αμέσως 100 στρατιώτες από τα Χανιά και 150 από το Ρέθυμνο και ανεχώρησαν αμέσως ο στρατηγός Μπακόπουλος και ο αρχηγός της χωροφυλακής, που φτάσανε το πρωί στο Ηράκλειο.

Στις 6.30 το πρωί της Δευτέρας άρχισαν και πάλι οι κωδωνοκρουσίες. Πάνω από 5.000 λαού συγκεντρώθηκε στο Καμαράκι. Αμέσως, στάλθηκαν ένοπλες δυνάμεις να τους διαλύσουν. Επακολούθησε σύγκρουση και οι χωροφύλακες και ο στρατός πυροβόλησαν. Κατά τη σύγκρουση πολλοί χωροφύλακες αφοπλίσθησαν από το εξαγριωμένο πλήθος, που αντιμετώπισαν θαρραλέα τη νέα δολοφονική επίθεση.

Εν τω μεταξύ χωροφύλακες συγκεντρώθηκαν στο φούρνο του Τσουβαλίδη και άρχισαν να πυροβολούν κατά του πλήθους. Εκεί διεξάχθηκε πραγματική μάχη επί ώρες. Επίσης έγιναν κι άλλες συμπλοκές σε πολλά σημεία της πόλης και τον τραυματισμό πολλών. Δύο εργάτες έμειναν επί τόπου. Ο ένας ήταν ένα παιδί που περνούσε από το πεζοδρόμιο.

Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι συνολικά οι τραυματισμένοι είναι 50 περίπου και οι νεκροί 6 ή 7. Πάντως, οι αρχές αρνούνται να δώσουν ονόματα και ούτε επιτρέπουν σε κανένα να επισκεφθεί τους τραυματίες στις κλινικές που είναι στοιβαγμένοι».

Στη δολοφονική επίθεση φαίνεται να έδρασαν και φασίστες, εκτός του στρατού και της αστυνομίας. Εργάτης που κάνει τον ανταποκριτή για λογαριασμό του «Ριζοσπάστη», γράφει στις 7 Αυγούστου (το κείμενό του δημοσιεύεται στις 9 Αυγούστου): «Τα θύματα του μακελειού, που έγινε εδώ στην πόλη μας είναι πολύ περισσότερα από κείνα που ανακοινώνουν οι αρχές. Εδώ ο κόσμος υπολογίζει σε 15 τους σκοτωμένους και 40 και πάνω τους βαρειά τραυματισμένους (…) Από κείνη την ώρα ως την άλλη μέρα (σ.σ. από την Κυριακή έως τη Δευτέρα) έπεφταν χάμω κορμιά εργατών. Ας σημειωθεί κι αυτό το χαρακτηριστικό: Διάφοροι φασίστες είχαν πιάσει τις στέγες των σπιτιών και με πιστόλια πυροβολούσαν πάνω στους εργάτες».

Κατάσταση πολιορκίας

Στο πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη», στις 7 Αυγούστου, σε ξεχωριστό πλαίσιο δημοσιεύονται τα ονόματα των νεκρών: «Ελευθέριος Βλαντάκης, Ιωάννης Αδαμάκης, Νικόλαος Ανδρουλάκης, Αιμίλιος Σταμπολής, Αθανασ. Αντωνογιαννάκης, Δημήτριος Σταμπολής. Εργάτες απεργοί του Ηρακλείου σκοτωμένοι από τις δολοφονικές σφαίρες των οργάνων της πλουτοκρατίας, επειδή ζήτησαν το δίκιο τους, το ψωμί τους». Στις 8 Αυγούστου, ο «Ριζοσπάστης» σημειώνει ότι πέθανε ακόμα ένας, που ήταν τραυματίας, ο Γ. Βλαντάκης.

Παρόλο που η απεργία εμφανίζεται να λήγει στις 5 Αυγούστου, η πόλη του Ηρακλείου συνεχίζει να βρίσκεται σε πολιορκία. Στις 8 Αυγούστου ο «Ριζοσπάστης» γράφει: «Ο στρατιωτικός νόμος εξακολουθεί να ισχύει, ομαδικές συλλήψεις άρχισαν, ομαδικοί εκτοπισμοί αποφασίστηκαν από τις τοπικές αρχές. Στις ντόπιες εφημερίδες εφαρμόζεται λογοκρισία. Η τηλεγραφική επικοινωνία με το υπόλοιπο νησί απαγορεύεται. Ολοι οι δρόμοι προς τα χωριά έχουν καταληφθεί από στρατό και χωροφυλακή. Τα τηλεγραφήματα που στέλνονται από το Ηράκλειο στον αθηναϊκό τύπο λογοκρίνονται».

Η Ενωτική ΓΣΕΕ, αντιδρώντας στα γεγονότα καλεί τη ΓΣΕΕ και την Πανελλαδική Συνομοσπονδία Εργασίας, όπως και όλα τα συνδικάτα να απαντήσουν με πανελλαδική απεργία. Στην ανακοίνωσή της σημειώνει: «Αν η εργατική τάξη αφήσει αναπάντητο το χτύπημα αυτό της μοναρχοφασιστικής αντίδρασης (…) κάθε φορά που θα ζητούμε ψωμί θα μας δίνουν καυτό μολύβι στα στήθια».

Παράλληλα, θέτει το εξής πλαίσιο αιτημάτων: Αρση όλων των τρομοκρατικών μέτρων, άμεση απομάκρυνση των Ενόπλων Δυνάμεων από το Ηράκλειο Κρήτης. Σύλληψη και αυστηρή τιμωρία του νομάρχη Ηρακλείου και των επικεφαλής των τοπικών αστυνομικών αρχών, αποζημίωση των θυμάτων δολοφονικής επίθεσης, ικανοποίηση των αιτημάτων εργατών σιδηροβιομηχανίας Πειραιώς, εργατών Ηρακλείου και όσων άλλων εκκρεμούν.

Η ΓΣΕΕ δεν παίρνει απόφαση και τελικά, σε συνεννόηση με την Πανελλαδική Συνομοσπονδία Εργασίας, η Ενωτική ΓΣΕΕ κηρύσσει πανελλαδική απεργία στις 13 Αυγούστου. Ομως και η Πανελλαδική Συνομοσπονδία κάνει πίσω και η όποια αγωνιστική αντίδραση του συνόλου των εργαζομένων εξαντλείται σε μια δίωρη στάση εργασίας…

Πηγή: Rizospastis.gr / Πηγή φωτό: Top Photo

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook