Καμία διάθεση δεν είχα να ασχοληθώ με το χθεσινό περιστατικό ντροπής στο Κοινοβούλιο. Έχω αρθρογραφήσει εκτενώς για την Βία στην Ελλάδα, για την κοινωνική αποδοχή που απολαμβάνει λόγω του ανομικού μας θυμικού.  Μέχρι και τον Durkheim- Θεός σχωρέστον-  είχα ανακατέψει σε μια προσπάθεια εξήγησης της ανομίας μας! Θεώρησα πως το καθήκον μου ως κοινωνικός επιστήμονας το έκανα…
Μέχρι που χθες το απόγευμα επιστρέφοντας από μια υποχρέωση έγινα μάρτυρας μιας σκηνής που με προβλημάτισε. Γυναίκα οδηγός μπροστά μου προσπαθούσε να παρκάρει. Δυσκολευόταν. Όχι λογω κάποιας ανικανότητας με την οποία η στερεοτυπική προσέγγιση χαρακτηρίζει τις γυναίκες οδηγούς. Ο διαθέσιμος χώρος ήταν μικρός και η προσπάθεια οριακή. Κατά τη διάρκεια της, πλήθος οδηγών από πίσω μου επιδίδονταν σε ένα ιδιαίτερο ευχολόγιο. Μεταξύ άλλων, ευχήθηκαν να πάθει καρκίνο όλη της η οικογένεια, να αναγκαστεί να εκπορνευτεί για τα προς το ζην και ο επόμενος ερωτικός της σύντροφος να της μεταδώσει αφροδίσια νοσήματα…! Το κερασάκι στη τούρτα ήταν η ατάκα μοτοσικλετιστή ο οποίος έσκυψε στο παράθυρο της άτυχης οδηγού και την «αποτελείωσε» με ένα μεγαλοπρεπές «Ψόφα»!
Ξεκαθαρίζω ότι δεν ανήκω στη κατηγορία όσων σοκάρονται εύκολα. Ούτε από ύβρεις ούτε από πράξεις. Αντικρίζοντας όμως τα δάκρυα στο πρόσωπο της νεαρής οδηγού από την θρασύδειλη και άδικη επίθεση που δέχτηκε, σκέφτηκα τα κροκοδείλια δάκρυα που όλοι μας κλαίμε κάθε φορά που κάποιος τραμπούκος ασχημονεί. 

Καταδικάζουμε, αγανακτούμε μέχρι που στο επόμενο λεπτό θα συμπεριφερθούμε αναλόγως. Κάτι σαν τα Τροχαία δυστυχήματα τα οποία καταδικάζουμε ενώ όλοι μας οδηγούμε απαράδεκτα.

Παραδοχή πρώτη: Η βία  μας αρέσει γι αυτό  συνεχίζεται παρά τις λεκτικές καταδίκες. Ως κοινωνία παρουσιάζουμε μια ιδιαίτερη κοινωνική υστέρηση. Είμαστε λαός που άγεται και φέρεται από το θυμικό του, ως εκ τούτου στον αξιακό μας κώδικα το δίκαιο το έχει όποιος φωνάξει περισσότερο. Η συναισθηματικές εκρήξεις, η αγανάκτηση και ο θυμός είναι αποδεκτά μέσα επίλυσης διαφορών στη κοινωνία μας. Οι νόμοι, οι κανόνες και τα πλαίσια συμπεριφοράς στο συλλογικό μας υποσυνείδητο είναι «ψευτοπολιτισμοί» τους οποίους μας επέβαλλαν οι «κουτόφραγκοι» και υπάρχουν μόνο για να δίνουν προς τους έξω την εντύπωση ότι είμαστε πολιτισμένος λαός. Για τον μέσο Έλληνα, η αρχέγονη μυϊκή δύναμη είναι το υπέρτατο μέσο επίλυσης διαφορών. Προέκταση αυτής της λογικής, είναι η πλήρης κοινωνική αποδοχή που απολαμβάνουν οι οικονομικά ισχυροί. Ενώ στα καφενεία όλοι τους καθυβρίζουν, επί της ουσίας νιώθουν δέος μπροστά στη δύναμή τους και σιωπηλά θαυμάζουν τις πρακτικές τους.  Μη ξεχνάμε ότι οι πελατειακές σχέσεις σ αυτή τη χώρα έχουν ένα ισχυρό κοινωνικό υπόβαθρο. Το να γνωρίζεις έναν πολιτικό, σε φέρνει σε θέση ισχύος, την οποία εξασκείς βάναυσα πάνω στον συμπολίτη σου διορίζοντας το παιδί σου εις βάρος του δικού του. Πρακτική που δημόσια καταγγέλλουμε, επί της ουσίας όμως επικροτούμε γι αυτό και συνεχίζεται.  Όποιος καταφέρνει και επιβάλλεται στο κοινωνικό σύνολο είναι «καταφερτζής», «μάγκας», «άρχοντας» (δεν είναι τυχαίο που χρησιμοποιούμε τιμητικούς χαρακτηρισμούς για να περιγράψουμε παράνομες ενέργειες). Όπως «μάγκας» ήταν αυτός που έκλεβε την εφορία ή διόριζε και τα 3 του παιδιά στο Δημόσιο. «Αφού μπορεί, καλά κάνει» ήταν η μόνιμη επωδός που ακούγαμε πριν την κρίση…

Ας είμαστε, για μία έστω φορά, ειλικρινείς: Είμαστε λαός εξουσιομανών και μπροστά στην επιθυμία μας για οποιουδήποτε είδους εξουσία (στον δρόμο, στον αθλητισμό, στη Βουλή) δεν έχουμε κανενός είδους φρένο. Η επιβολή της δικής μας «αλήθειας» αγιάζει τα μέσα. Αν δεν είσαι μαζί μας, είσαι εναντίον μας. Και αν είσαι εναντίον μας, δε θα υπάρχεις. Μη ξεχνάμε πόσοι συμπολίτες μας που δημοσίως καταδίκασαν τον Κασιδιάρη, στις παρέες τους  είπαν «καλά του έκανε»… 

Παραδοχή δεύτερη: Τίποτα δε πρόκειται να αλλάξει αν δεν αναθεωρήσουμε τια αξίες που διέπουν τον κοινωνικό μας βίο. Έχω αναφέρει πολλάκις τον περίφημο «καθρέφτη» τον οποίον αποφεύγουμε να κοιτάξουμε και επιλέγουμε τον δρόμο της μετάθεσης ευθυνών. Μακάρι να υπήρχε άλλος τρόπος (και εγώ Έλληνας είμαι και μ αρέσει το εύκολο…) αλλά δεν υπάρχει. Η αλλαγή έρχεται παρέα με τον πόνο. Όπως για να αλλάξεις το σώμα σου πρέπει να πονέσεις σ ένα γυμναστήριο, το ίδιο και περισσότερο πρέπει να πονέσεις για να μεταβάλεις αξίες, πρακτικές και ήθος. Η υποκρισία της διγλωσσίας (δημοσίως καταδικάζουμε, ιδιωτικώς επαινούμε) είναι δείγμα κοινωνικής υπανάπτυξης και σκοταδισμού.

Η βία που ευαγγελίζεται η Χρυσή Αυγή δε θα είχε καμία τύχη αν δεν ετύγχανε κοινωνικής αποδοχής. Η κοινωνίας δεν είναι «αθώα του αίματος». Υποστηρίζει συγκεκριμένες πρακτικές και εμμέσως δίνει την συναίνεση της στην διαιώνιση τους. 

Κλείνω με κάτι που έγραψα σε προηγούμενο άρθρο μου επί του θέματος. Αν δε πάψουμε όλοι μας – στον μικρόκοσμό του ο καθένας- να ανεχόμαστε τη βία (λεκτική ή σωματική) ως μέσο επίλυσης διαφορών, τίποτα δε θα αλλάξει και θα αναρωτιόμαστε εις το διηνεκές «γιατί δεν αλλάζει αυτή η χώρα». Ας πάψουμε να ανεχόμαστε τη βία στα φανάρια για μια προτεραιότητα, τη βία στα πανεπιστήμια, τη βία στα γήπεδα, τη βία στη Βουλή. 
Όλες οι μορφές βίας συνδέονται και έχουν ένα κοινό. Την κοινωνική αποδοχή. Αν τους την στερήσουμε, ίσως ζήσουμε σε μια διαφορετική κοινωνία. 

*Ο Κωνσταντίνος Δούβλης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας/Εγκληματολογίας    ( PhD  in  Sociology  of  policing,  University  of  Essex, UK), ειδικευμένος σε θέματα Ασφάλειας, Αστυνόμευσης και Ποινικού Συστήματος στις ΗΠΑ (Loyola  University  of  Chicago.)         

 

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook