Υπάρχουν δύο θεμελιώδεις αρχές, που κυριαρχούν σε όλες τις σύγχρονες δημοκρατίες. Καμιά εξουσία και κανένα πρόσωπο δεν τοποθετείται υπεράνω των νόμων. Και οι πάντες υπόκεινται σε ανοικτή και ακηδεμόνευτη κριτική.

Η αρχή της νομιμότητας ταυτίζεται με το κράτος δικαίου. Έστω και αν πολλοί ασελγούν κυριολεκτικά πάνω στο περιεχόμενο του τελευταίου όρου. Δεσμεύει τη νομοθετική εξουσία. Κατ’ εξοχήν διαμέσου της εφαρμογής του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής. Και τα τελευταία χρόνια και δεκαετίες δεν μπορεί να κινείται έξω από το ευρωπαϊκό δίκαιο. Το Σύνταγμα τροποποιείται και αλλάζει κάτω από αυστηρές διαδικασίες. Το ευρωπαϊκό δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο, εξελίσσεται ταχύτερα.

 Η δικαστική εξουσία και αυτή υπόκειται στο Νόμο. Και τον αυξημένης ισχύος και τον κοινό. Μπορεί να τον ερμηνεύσει. Και μέσα από την ερμηνεία του να πλάσει νέο δίκαιο. Δεν μπορεί, όμως, να υπερβεί το Σύνταγμα. Ούτε να καταστρατηγήσει το ευρωπαϊκό δίκαιο.

 Η εκτελεστική εξουσία έχει μεγάλη δύναμη. Δεσπόζει στην καθημερινότητά μας. Και μέσα από τις τακτικά επαναλαμβανόμενες λαϊκές εντολές μπορεί να φθάσει και στον αναπροσανατολισμό της χώρας. Σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται να παραβιάσει το Σύνταγμα και το ευρωπαϊκό δίκαιο. Ούτε μπορεί να αγνοήσει τον νόμο μέχρι την εκάστοτε τροποποίησή του, έστω και αν δεν προέρχεται από την ίδια. Ο Νόμος δεν έχει χρώματα. Ούτε επιδέχεται ταμπέλες.

Από τον καιρό του Διαφωτισμού έχει εμπεδωθεί ιστορικά η αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Ή για άλλους η αρχή διάκρισης των λειτουργιών. Η νομοθετική, η εκτελεστική και η δικαστική εξουσία ασκούνται αυτοτελώς και ανεξάρτητα η μία από την άλλη.  Η νομοθετική ψηφίζει τους νόμους. Η εκτελεστική κινείται στο πλαίσιο των νόμων. Και η δικαστική εξουσία επιλύει τις διαφορές, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τους νόμους.

Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών με τίποτα δεν σημαίνει και δεν συνεπάγεται τη διαρκή σύγκρουση μεταξύ των τριών εξουσιών. Οι τρεις εξουσίες δεν αντιπαρατίθενται μεταξύ τους. Με μεγάλο σεβασμό στον παραδοσιακό και γραπτό ρόλο τους, αντιμετωπίζει η μία τις άλλες.

 Η νομοθετική εξουσία υπόκειται στο Σύνταγμα, τον Κανονισμό της Βουλής, το ευρωπαϊκό δίκαιο και τη λαϊκή βούληση, όπως αυτή εκφράζεται βασικά μέσα από τις εθνικές και άλλες εκλογικές αναμετρήσεις. Δεν αυθαιρετεί. Νομικά και ιστορικά.

Η εκτελεστική εξουσία έχει το μεγάλο πλεονέκτημα της λαϊκής και δημοκρατικής νομιμοποίησης, αλλά οφείλει να αποφύγει κάθε καταστρατήγηση του νόμου. Πολύ δε περισσότερο την παραβίαση του νόμου.

Και η δικαστική εξουσία ερευνά σε κάθε περίπτωση όλες τις πράξεις της εκτελεστικής εξουσίας. Και, γνωρίζοντας την ιεραρχία των νόμων οφείλει, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή τους, να επιδεικνύει σεβασμό στις αποφάσεις της νομοθετικής εξουσίας. Και να τις ερμηνεύει με τρόπο που θα είναι συμβατός με το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος.

 Η κριτική στις πράξεις, πρωτοβουλίες και συμπεριφορές όλων των εξουσιών αποτελεί το αυτονόητο και θεμελιώδες γνώρισμα στις σύγχρονες δημοκρατίες. Οι πάντες υπόκεινται σε κριτική. Και η κινηματική κριτική είναι μέρος της κριτικής. Η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία υπόκεινται σχεδόν καθημερινά. Η δικαστική εξουσία, με αφετηρία αποφάσεις της και δικονομικές πρωτοβουλίες και ενέργειές της. Η κριτική, όμως, ασκείται με κανόνες και αρχές. Ποτέ με χυδαιότητες. Ποτέ με εκβιασμούς πάνω και κάτω από το τραπέζι. Ποτέ με καταστροφές περιουσιών ανύποπτων πολιτών.

Η νομοθετική εξουσία μπορεί να ασκεί κριτική και έμμεσα. Μέσα από την ψήφιση νέων νόμων. Που δύσκολα θα έχουν αναδρομική ισχύ, εκτός ίσως επανορθωτικά. Η δικαστική εξουσία δεν δικαιούται να ασκεί κριτική. Δικάζει το συγκεκριμένο και αποφεύγει, κατά κανόνα, γενικότερες δικαιοπολιτικές αναφορές. Ιδιαίτερα προσεκτική πρέπει να είναι η εκτελεστική εξουσία. Αυτή ειδικά πρέπει να επιδεικνύει σεβασμό στο νόμο και στις αποφάσεις της δικαιοσύνης. Κανένας κανόνας και καμιά αρχή δεν μπορούν να οδηγήσουν στη φίμωση του δικαιώματος κριτικής της εκτελεστικής εξουσίας.

Υπερβαίνει, όμως, κάθε όριο το ενορχηστρωμένο υβρεολόγιο κατά της δικαιοσύνης. Και κατά των δικαστών. Η κριτική στις δικαστικές αποφάσεις δεν μπορεί να αφήνεται στα χέρια γνωστών γελωτοποιών της κυβέρνησης. Ούτε σε κουκουλοφόρους – ροπαλοφόρους. Ούτε ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να απονείμει στον εαυτό του την αρμοδιότητα αμετάκλητης απόφανσης πάνω σε δικαστικές αποφάσεις που έχουν ήδη εκδοθεί. Δεν είναι Μονομελές Εφετείο. Ούτε Μονομελής Άρειος Πάγος. Ούτε μπορεί να διορίζει τις συνθέσεις των δικαστηρίων για να δικάζουν σε ανώτερο βαθμό και σύμφωνα με τις προσωπικές του επιθυμίες και αδυναμίες.       

Διαφορετικά η δημοκρατία στραγγαλίζεται. Η δημοκρατία κινδυνεύει. Η δημοκρατία οδηγείται σε θεσμικό, ουσιαστικό και ιστορικό μαρασμό.

Πρώτο Θέμα, Κυριακή 23.07.2017

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook