Ο Πρωθυπουργός φαίνεται να νομίζει ότι έχει δίκαιο! Εάν ο μέσος πολίτης έχει το δικαίωμα της κριτικής των δικαστικών αποφάσεων, τότε γιατί να μην το έχει και αυτός; Ως Έλληνας πολίτης! Τουλάχιστον, να εκφράζει τη δυσαρέσκειά του. Και αυτό να το κάνει για την προστασία του ίδιου του θεσμού της Δικαιοσύνης! 

Κάθε φράση του εμπεριέχει και ένα τεράστιο θεσμικό λάθος. Οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης δεν είναι «θεϊκές». Είναι ανθρώπινες αποφάσεις. Έχουν αρκετά προτερήματα εξαιτίας των εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και γνώσης αυτών που τις λαμβάνουν. Δεν είναι, όμως, απρόσβλητες από τα αρκετά από τα ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης. Ακόμα και της πιο άρτιας ορθολογικής. Δεν είναι διεκπεραιωτικές των «υλικών» με τα οποία τροφοδοτούνται. Ούτε συνιστούν τη γραφειοκρατική ολοκλήρωση αυστηρά πειθαρχημένων διαδικασιών. Με αυτές απονέμεται και αποδίδεται δίκαιο. Όχι στο πλαίσιο ακαθόριστων «αισθημάτων δικαίου». Κάτι τέτοιο είχαν εξαγγείλει και επιβάλει οι Χιτλερικοί. Και αυτό έχει καταδικαστεί ιστορικά, πολιτικά και νομικά. 

Βεβαίως και ο πολίτης έχει το δικαίωμα να ασκεί κριτική στις δικαστικές αποφάσεις. Αυτό, όμως, το δικαίωμα του υπόκειται σε κανόνες. Η σύγχρονη έννομη τάξη του δίνει την ευκαιρία πολλαπλών κρίσεων μέχρι το αμετάκλητο της δικαστικής κρίσης. Του παρέχει το δικαίωμα των ενδίκων μέσων και βοηθημάτων. Μετά, όμως, το αμετάκλητο της κρίσης δεν δικαιούται να προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη με την οποία μπορεί αντικειμενικά να υποσκάπτει το κύρος της Δικαιοσύνης. Το δεδικασμένο τον δεσμεύει. 

Το ίδιο δικαίωμα έχουν και οι νομικοί συμπαραστάτες. Δια μέσου της άσκησης των ενδίκων μέσων και βοηθημάτων. Έχουν, επίσης, το δικαίωμα άσκησης κριτικής υποθέσεων, που έχουν κριθεί στον τελευταίο βαθμό. Για λόγους, όμως, δεοντολογίας η κριτική αυτή πρέπει να είναι απαλλαγμένη από τη φόρτιση του δικαστικού αγώνα. Αυτό, άλλωστε, είναι και η αιτία που στα νομικά περιοδικά αποφεύγεται, κατά κανόνα, η καταχώρηση αρνητικών – ακόμα και θετικών – σχολίων στα οποία θα ήθελαν να προβούν οι χειριστές μιας συγκεκριμένης υπόθεσης. Ο επιμελής, μάλιστα, αναγνώστης των σπάνιων τέτοιων κριτικών παρεμβάσεων αποφεύγει ακόμα και την ανάγνωση τους. «Γιώργο, χάσαμε!», κατά την ιστορική φράση του Μάκη Αρσένη. 

Και οι πολιτικοί έχουν δικαίωμα άσκησης κριτικής των δικαστικών αποφάσεων. Όχι όμως για τις προσωπικές τους υποθέσεις. Ή για τις υποθέσεις στις οποίες έχουν με οποιοδήποτε τρόπο εμπλακεί. Και, οπωσδήποτε, προβαίνουν στην άσκηση του δικαιώματος αυτού με την απαραίτητη δεοντολογία και θεσμική αβρότητα. Δεν υβρίζουν. Δεν λασπολογούν. Δεν εκβιάζουν. 

Και τα μέλη της Κυβέρνησης έχουν τέτοιο δικαίωμα. Όχι, όμως, όταν η δικαστική απόφαση αφορά δικές τους αποφάσεις. Που τις κηρύσσει άκυρες ή παράνομες. Σε μια τέτοια περίπτωση οφείλουν να σεβαστούν τη δικαστική απόφαση. Και να την εφαρμόσουν. Αμελλητί! Στην περίπτωση, βέβαια, που εκτιμούν ότι η διαμόρφωση της νομολογίας οδηγεί σε άτοπα, κατά την κρίση τους, αποτελέσματα, τότε μόνο ένα μέσο έχουν. Διά μέσου της νομοθετικής πρωτοβουλίας, που οπωσδήποτε δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ. Υπό οιονδήποτε μανδύα. 

Έχει ο Πρωθυπουργός παρόμοιο δικαίωμα κριτικής των δικαστικών αποφάσεων; Έχει ο Υπουργός Δικαιοσύνης αντίστοιχο δικαίωμα; Επί της αρχής καμία αντίρρηση. Υπόκειται, όμως, σε πολύ αυστηρούς περιορισμούς. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης έχει το δικαίωμα άσκησης πειθαρχικής δίωξης σε βάρος των δικαστικών λειτουργών. Και δι’ αυτού και ο Πρωθυπουργός, που τον έχει διορίσει. Με περιεχόμενο της δίωξης οποιοδήποτε. Ακόμα και προσχηματικό. Ή και κατασκευασμένο ή μεθοδευμένο. Έτσι, η άσκηση κριτικής απ’ αυτούς εξοπλίζεται με έναν ισχυρό μηχανισμό άσκησης ψυχολογικής βίας σε βάρος του δικαστικού λειτουργού.

Η ενδεχόμενη ένσταση ότι, τελικά, η πειθαρχική δίωξη εκδικάζεται από Δικαστές, δεν είναι ισχυρή στην πράξη. Για δύο λόγους: Στη σύνθεση των πειθαρχικών συμβουλίων συμμετέχουν και δικαστές που έχουν αναδειχθεί στην κορυφή της δικαιοσύνης με πρόταση του υπουργού Δικαιοσύνης. Και αυτή η νομιμοποίησή τους παίζει οπωσδήποτε κάποιο ρόλο. Όχι τον απόλυτο. Ο δεύτερος λόγος είναι πιο σοβαρός. Όλη η πειθαρχική διαδικασία είναι μια οδυνηρή περιπέτεια για το Δικαστή. Ακόμα και αν στο τέλος αθωωθεί.

Υπάρχει και ένα ακραίο όριο απαγορευμένης κριτικής για τον Πρωθυπουργό. Η «παλλαϊκή», είναι απαγορευμένη. Και, πιο συγκεκριμένα, η συστηματική και μεθοδευμένη κριτική από τον Πρωθυπουργό και τον διορισμένο απ’ αυτόν υπουργό του ενάντια σε όλες τις αποφάσεις που δεν αρέσουν στην κυβέρνηση.

Δεν τους άρεσαν οι δύο αποφάσεις για την άγνωστη σε εμάς «Ηριάννα»; Δημόσια αποδοκιμασία των Δικαστών, που τις εξέδωσαν. Τους ενόχλησαν οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας για τους φορολογικούς ελέγχους; Ένα εκπληκτικό εργαλείο επιλεκτικού εκβιασμού συμπολιτών μας. Η δημόσια απαρέσκειά τους συνοδεύτηκε και με χυδαίους υπαινιγμούς. Αναστατώθηκαν από την απόφαση, που κήρυξε αντισυνταγματικό τον φαύλο νόμο του Ν. Παππά για τις τηλεοπτικές άδειες; Υποχρέωσαν την τότε κυβερνητική εκπρόσωπο να ενδυθεί μαύρες πλερέζες στο στούντιο της κρατικής τηλεόρασης και να καταγγείλει τους Ανώτατους Δικαστές, που εξέδωσαν τη σχετική απόφαση, για έλλειψη κοινωνικής ευαισθησίας.

Νόμισαν οι αναιδείς ότι τους παραχωρήθηκε ευκαιρία για να εκθέσουν στην κοινωνική κριτική το σύνολο των Δικαστών του Συμβουλίου της Επικρατείας από την απόφαση της Ολομέλειας, που έκρινε αντισυνταγματικές ορισμένες διατάξεις του πρόσφατου νόμου για το πόθεν έσχες; Δεν ανέγνωσαν προφανώς την απόφαση, ούτε κοντοστάθηκαν στις δύο κρίσιμες επιλογές των Ανωτάτων Δικαστών ότι και οι Δικαστές έχουν υποχρέωση υποβολής πόθεν έσχες, ακόμα και ηλεκτρονικά. Αλλά δεν επέτρεψαν σε κανέναν να χρησιμοποιήσει εκβιαστικά το μηχανισμό του ελέγχου του πόθεν έσχες. Μυωπικοί λαθραναγνώστες αποσπασμάτων δικαστικών αποφάσεων και μονίμως λασπολόγοι! 

Αυτό πια δεν είναι κριτική. Είναι ωμή παρέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης. Συνιστά την πιο χυδαία παραβίαση του Συντάγματος. Και των βασικών κανόνων της σύγχρονης Δημοκρατίας. Όπως η διάκριση των εξουσιών. Και για αυτό εγκαλείται και ο Κοντονής, που όφειλε να γνωρίζει. Και ο Αλέξης Τσίπρας, που δεν έχει αποδείξει μέχρι σήμερα ότι κατανοεί πως λειτουργούν οι θεσμοί και ποια η σχέση μεταξύ τους. 

Εβδομαδιαίο άρθρο Αντώνη Ν. Βγόντζα, Κυριακή, 17.12.2017

 

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook