Είναι μια απελπισμένη μητέρα που δεν το βάζει κάτω. Συνεχίζει να ψάχνει στα χαλάσματα έξι μήνες έπειτα από το τσουνάμι

Εξι μήνες έκλεισαν χθες από τον σεισμό και το τσουνάμι που σάρωσε στις 11 Μαρτίου τη Βορειοανατολική Ιαπωνία και γονείς παιδιών τα οποία εξακολουθούν να αγνοούνται συνεχίζουν να ερευνούν τα χαλάσματα. Ακόμη και τις πιο ζεστές ημέρες, όταν η υγρασία κάνει δύσκολη την αναπνοή, η Ναόμι Χιρατσούκα ανεβαίνει στην καμπίνα του εκσκαφέα της και κατευθύνει το μεταλλικό του μπράτσο μέσα στη λάσπη γύρω από το Δημοτικό Σχολείο Οκάουα, στην πόλη Ισινομάκι.
 
Παίρνει θέση δίπλα στους πυροσβέστες, τους κυβερνητικούς αξιωματούχους και τους αστυνομικούς απ\’ όλη την Ιαπωνία που εργάζονται στον τόπο της χειρότερης από τις πρόσφατες τραγωδίες της χώρας. Ομως η 37χρονη κ. Χιρατσούκα δεν είναι εργάτρια, αλλά καθηγήτρια Αγγλικών και ο λόγος που βρίσκεται εκεί είναι οδυνηρά προσωπικός.
 
Πριν από έξι μήνες σαν χθες, η 12χρονη κόρη της, η Σατόρου, ήταν ένα από τα 108 παιδιά του σχολείου που παρασύρθηκαν από το τσουνάμι. Εβδομήντα τέσσερα από αυτά έχασαν τη ζωή τους, μαζί με δέκα καθηγητές τους, και ώς τώρα έχουν βρεθεί 70 πτώματα. Ομως η Σατόρου δεν έχει βρεθεί και γι\’ αυτό τον λόγο η κ. Χιρατσούκα έκανε εντατικά μαθήματα τον Μάιο για να πάρει άδεια χειριστή βαρέων μηχανημάτων και να γίνει μία από τις λίγες γυναίκες στη χώρα που μπορούν να χειρίζονται εκσκαπτικά μηχανήματα.
 
Η Ναόμι Χιρατσούκα είναι ένας από τους αναρίθμητους κατοίκους της Βορειοανατολικής Ιαπωνίας που έχουν καταφύγει σε ενέργειες απελπισίας αναζητώντας αγαπημένους τους μισό χρόνο μετά τη χειρότερη καταστροφή που έχει πλήξει σε καιρό ειρήνης τη σύγχρονη Ιαπωνία, αναφέρουν τα Νέα.
 
«Δεν ήταν αρκετό να ψάχνω με τα χέρια και να παρακολουθώ τις έρευνες της αστυνομίας, έτσι πήρα αυτή την άδεια επειδή ήταν κάτι συγκεκριμένο το οποίο μπορούσα να κάνω», λέει η κ. Χιρατσούκα στους «Τάιμς» του Λονδίνου. «Δεν είναι μόνο για την κόρη μου, αλλά και για τα άλλα παιδιά που εξακολουθούν να αγνοούνται στο σχολείο αυτό. Ποιος γονιός στον κόσμο θα μπορούσε να ησυχάσει όταν έχει αφήσει το πτώμα του παιδιού του κάτω από συντρίμμια ή έρμαιο των κυμάτων στη θάλασσα;».
 
Στους έξι μήνες μετά το τσουνάμι, η Ιαπωνία έχει ανακάμψει αρκετά. Περίπου 83.000 άνθρωποι έμειναν άστεγοι από την καταστροφή της 11ης Μαρτίου, όμως όλοι τους, εκτός από 6.800, έχουν μεταφερθεί από τα σχολεία και τα γυμναστήρια σε ξενοδοχεία, διαμερίσματα, σπίτια συγγενών και χιλιάδες προσωρινές κατοικίες που στήθηκαν στη ζώνη της καταστροφής. Την περασμένη εβδομάδα ανακοινώθηκε πως 15.776 άνθρωποι έχει επιβεβαιωθεί πως σκοτώθηκαν κατά την καταστροφή, όμως άλλοι 4.225 χαρακτηρίζονται «αγνοούμενοι».
 
Η τραγωδία στο Δημοτικό Σχολείο Οκάουα ήταν από τις πιο συνταρακτικές. «Τα παιδιά μας δεν πέθαναν εξαιτίας του τσουνάμι ή του σεισμού», λέει η Ναόμι Χιρατσούκα. «Πέθαναν εξαιτίας εσφαλμένων αποφάσεων ενηλίκων, το καθήκον των οποίων ήταν να προστατεύουν τη ζωή των παιδιών».
 
Οταν σημειώθηκε ο σεισμός εκείνη την Παρασκευή στις 2.46 μ.μ., οι δάσκαλοι ήξεραν ότι έπρεπε να συγκεντρώσουν τα παιδιά στην αυλή του σχολείου, όμως δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν τι να κάνουν στη συνέχεια. Μερικοί έλεγαν ότι έπρεπε να ανέβουν την απότομη, δενδρόφυτη πλαγιά που βρισκόταν ακριβώς πάνω από το σχολείο – και αν το είχαν κάνει, θα είχαν αποφύγει το τσουνάμι των 10 μέτρων που ακολούθησε. Ομως, έπειτα από 40 λεπτά, πήραν αντίθετα τον δρόμο προς τη θάλασσα, πέντε λεπτά πριν τους σαρώσει το κύμα.
 
Δεν είναι μόνον η Ναόμι Χιρατσούκα. Η Μίχο Σουζούκι και ο σύζυγός της έσπευσαν στο σχολείο αμέσως μόλις υποχώρησε το κύμα, όταν τα νερά και η λάσπη έφταναν ακόμη ώς τη μέση. Το πτώμα του 12χρονου γιου της, του Κέντο, ανακαλύφθηκε έπειτα από 11 ημέρες, όμως ζει με την ελπίδα να βρει την κόρη της. «Ερχομαι εδώ καθημερινά», λέει ενώ στέκεται μπροστά από το ιερό που είναι καλυμμένο με λουλούδια, παιχνίδια, φωτογραφίες και προσφορές τροφής για τις ψυχές των νεκρών παιδιών. «Η Χάνα πρέπει να βρίσκεται κάπου εδώ και είναι ανακούφιση να αισθάνομαι πως είμαι κοντά της».

 

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook