Ο ρόλος που τον έκανε γνωστό στο ελληνικό κοινό ήταν στις «Ζωές των άλλων», αλλά τώρα ετοιμάζεται να κατακτήσει τις καρδιές των Ελλήνων στη νέα ταινία του Γιάννη Σμαραγδή «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι».

Ο Σεμπάστιαν Κοχ, τον οποίο συναντήσαμε στα γυρίσματα της ταινίας, υποδύεται τον Ιωάννη Βαρβάκη, τον εθνικό ευεργέτη, που ξεκίνησε ως πειρατής, κέρδισε χρήματα με το εμπόριο χαβιαριού για να κάνει μια ξαφνική μεταστροφή και να επιστρέψει στην πατρίδα του με σκοπό να βοηθήσει τους Ελληνες.

Η επιλογή ενός Γερμανού ηθοποιού για να ενσαρκώσει έναν Ελληνα ευεργέτη εντυπωσίασε και τον ίδιο τον Κοχ, που γοητεύτηκε τόσο από την επιμονή του κύριου Σμαραγδή όσο και από τον χαρακτήρα του Βαρβάκη.

Ως έντονα πολιτικοποιημένο ον, γεγονός που αποδεικνύουν και οι επιλογές του στις ταινίες που έχει συμμετάσχει, αλλά υιοθετώντας ταυτόχρονα μια συναισθηματική προσέγγιση της κρίσης, που διανύει η χώρα μας, και η Ευρώπη, συγκρίνει τους μεγιστάνες της εποχής του Βαρβάκη με τους σημερινούς βαθύπλουτους και καταλήγει ότι σήμερα λείπει το στοιχείο της ηθικής.

\"Ο

Ο Σεμπάστιαν Κοχ είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Οι Ζωές των Αλλων», η οποία τον έκανε παγκοσμίως γνωστό.

Από την πολιτική και τις αγορές βρίσκει ότι απουσιάζει η σύνδεση των πράξεών τους με μια ιδέα, μια φιλοσοφία, ενώ τον ενοχλεί που οι άνθρωποι έχουν υποβιβαστεί σε αριθμούς.

Εχοντας, πλέον, παραμείνει αρκετές εβδομάδες στην Ελλάδα, αντιλαμβάνεται το μέγεθος της κρίσης αλλά και την οργή του κόσμου και στηλιτεύει την πολιτική της Ανγκελα Μέρκελ που υπαγορεύει μόνο περικοπές χωρίς ταυτόχρονα να προωθείται η ανάπτυξη.

Πώς σας φάνηκε που εσείς, ένας Γερμανός, υποδύεστε έναν Ελληνα;

Δεν είναι, φυσικά, αυτονόητο ότι ένας Γερμανός ηθοποιός θα υποδυθεί τον Βαρβάκη και έτσι σκεφτόμουν «γιατί εγώ;». Ο Γιάννης Σμαραγδής ήθελε όμως οπωσδήποτε να παίξω, και αυτό μου άρεσε πολύ. Αναρωτιόμουν τι να αποφασίσω και συνειδητοποίησα ότι μιλούσε για μια πολύ μεγάλη ιδέα, ήταν πολύ σπουδαίο αυτό που ήθελε να παρουσιάσει και θέλησα να συμμετάσχω.

Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σκεφθήκατε όταν διαβάσατε το σενάριο; Πώς φανταστήκατε τον εαυτό σας στον ρόλο του Βαρβάκη;

Είναι συγκλονιστικό, είναι μια πραγματική Οδύσσεια, ένα ταξίδι στη ζωή ενός ανθρώπου, που ξεκινά ως πειρατής και αποκτά αργότερα πολλά χρήματα ως επιχειρηματίας. Κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται ότι αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί και αναζητά μια πνευματική διέξοδο.

Επιστρέφει στην Ελλάδα και αρχίζει να βοηθά τον κόσμο και να αποδεσμεύεται από τα υλικά αγαθά. Το βρήκα πολύ γοητευτικό να τον υποδυθώ και το ότι μου ζήτησαν να το κάνω με εντυπωσίασε πολύ.

Βρίσκεστε εδώ και αρκετές εβδομάδες στην Ελλάδα. Εχετε αντιληφθεί έμπρακτα την κρίση που διέρχεται η χώρα;

Ναι, σαφώς. Δεν είναι κάτι επιφανειακό, έχει φτάσει μέχρι το μεδούλι σε όλη τη χώρα. Θα έλεγα ότι είναι δραματικό. Ο κόσμος δεν έχει χρήματα, φοβάται, δεν ξέρουν τι τους επιφυλάσσει το μέλλον.

Ενιωσα αυτόν τον φόβο και είναι πολύ άσχημο το συναίσθημα. Μπορώ να πω ότι με απασχολεί ιδιαίτερα. Αυτό που πραγματικά ξεχειλίζει είναι η οργή του κόσμου.

Πού νιώσατε ότι απευθύνεται αυτή η οργή;

Στους λίγους βαθύπλουτους που ευθύνονται σε σημαντικό βαθμό για την κατάσταση, κάτι που βρίσκω δικαιολογημένο. Υπάρχει οργή βέβαια και προς τη γερμανική κυβέρνηση.

Αυτά που κάνει η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ δεν θα έλεγα ότι ταιριάζουν με τις δικές μου απόψεις. Οι Ελληνες έχουν δικαίως μεγάλη οργή απέναντι στις δικές τους κυβερνήσεις και την οικογενειοκρατία, την οικονομία των «κουμπάρων», την οποία «πληρώνει» τώρα ο μέσος πολίτης.

Είναι πράγματι φρικτό και πολύ δύσκολο να βγει κανείς από αυτήν την κατάσταση. Δεν πιστεύω ότι η τακτική των διαρκών περικοπών βοηθά για να εξέλθετε από την κρίση. Κατά τη γνώμη μου, αυτός είναι ο λάθος δρόμος. Για να αντιμετωπίσει κανείς αυτήν την κατάσταση πρέπει να κάνει επενδύσεις.

Η Ελλάδα έχει τόση δυναμική και δυνατότητες, για παράδειγμα στον τομέα της πράσινης ενέργειας. Είναι πραγματικά απίστευτο. Πρέπει να το χειριστούν μόνοι τους οι Ελληνες, οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να βοηθήσουν, να κάνουν επενδύσεις και όχι να τους ζητούν διαρκώς να κάνουν οικονομία και περικοπές.

Για τη «σαπουνόφουσκα» των αγορών
Κυριαρχούν οι νεόπλουτοι χωρίς πνευματική νοημοσύνη

Είναι θέμα αγορών, πολιτικών ή ατόμων τελικά η κρίση;

Δεν είμαι πολιτικός αλλά πιστεύω ότι παλαιότερα το κεφάλαιο, το μεγάλο κεφάλαιο, είχε ηθική. Σήμερα, από τότε που ξεκίνησε η κούρσα των χρηματιστηρίων, δεν υπάρχει πια ηθική. Τα πάντα είναι αριθμοί και το ζητούμενο είναι μονίμως το επιπλέον κέρδος. Αυτά ποτέ δεν συνδέονται με μια ιδέα, μια φιλοσοφία. Αυτή νομίζω ότι είναι και η γενεσιουργός αιτία της κρίσης στην οποία βρισκόμαστε και ζούμε όλοι, όχι μόνο η Ελλάδα.Οι αγορές έχουν υπερθερμανθεί και είναι στην πραγματικότητα σαπουνόφουσκες. Είναι μόνο αριθμοί. Αυτοί οι νεόπλουτοι, που θέλουν μόνο περισσότερα χρήματα και αγαθά, δεν έχουν καμιά σύνδεση και καμία σχέση με τους ανθρώπους εις βάρος των οποίων ζουν. Και αυτό είναι θανάσιμο.

Ο Βαρβάκης όμως λειτούργησε διαφορετικά.

Το ωραίο είναι ότι ακριβώς αυτό που σας περιέγραφα έκανε και ο Βαρβάκης. Λειτουργούσε όπως ακριβώς και τα χρηματιστήρια. Εδινε πού και πού κάτι για να καθησυχάσει τον κόσμο αλλά στην πραγματικότητα έκανε το ίδιο. Το εκπληκτικό είναι ότι ο Βαρβάκης αλλάζει κάποια στιγμή τρόπο σκέψης και αρχίζει να νιώθει. Αρχίζει να βαδίζει με γνώμονα την καρδιά και όχι το πορτοφόλι.

Σήμερα είναι δυνατόν να συμβεί κάτι ανάλογο;

Νομίζω πως ναι, θα το ήλπιζα. Αλλά προς το παρόν αυτοί που έχουν τόσα χρήματα δεν ακολουθούν αυτήν την οδό και δεν μπορείς να τους πιέσεις να το κάνουν. Δεν έχουν την πνευματική νοημοσύνη, θα έλεγα, για να το σκεφτούν και να το κάνουν, και αυτό είναι ανατριχιαστικό.

Η σχέση του με το σινεμά
Είμαι πολύ… Ευρωπαίος για το Χόλιγουντ

Είναι δύσκολο για έναν Γερμανό να υποδυθεί έναν Νοτιοευρωπαίο;

Αυτό θα πρέπει να το κρίνετε εσείς όταν θα δείτε το αποτέλεσμα. Αλλά είναι πολύ όμορφη εμπειρία και δεν ήθελα να κάνω μια καρικατούρα ενός Νοτιοευρωπαίου. Στην περίπτωσή μου, η ερμηνεία έρχεται πάντοτε από μέσα μου και μετά εξωτερικεύεται. Οταν έχω μια εσωτερική στάση και διάθεση, το εξωτερικό μου προσαρμόζεται αυτόματα. Δεν το μελετάω αυτό.

Σε ό,τι αφορά την κινησιολογία και τις χειρονομίες, χρειάστηκε να δουλέψετε κάποια ιδιαίτερα ελληνικά χαρακτηριστικά;

Οταν τα κοστούμια είναι τόσο καλά, δεν είναι τόσο δύσκολο. Σαφώς έναν Νοτιοευρωπαίος είναι διαφορετικός, μιλάει περισσότερο με τα χέρια, λειτουργεί διαφορετικά, αλλά όταν «μπαίνεις» στην ιστορία και το σενάριο δεν είναι πλέον τόσο δύσκολο.

Η «προϋπηρεσία» σας είναι μακρά, αλλά τι είναι αυτό που σας ταιριάζει περισσότερο; Η τηλεόραση, ο κινηματογράφος ή το θέατρο;

Δεν είναι εύκολο να το πω. Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι το πώς προσεγγίζεις μια ιστορία και σε αυτό οι διαφορές είναι μικρές μεταξύ των μέσων. Στον κινηματογράφο, όμως μπορείς να δείξεις περισσότερο τις εσωτερικές διεργασίες. Η μεγάλη οθόνη δείχνει τα πάντα, δεν ξεγελά. Και είναι συναρπαστικό το ότι πρέπει να είναι σωστές οι εσωτερικές διεργασίες. Το σινεμά είναι πιο εσωτερικό, οπότε μου ταιριάζει ίσως περισσότερο.

Η διαφορά με την τηλεόραση είναι ότι ο κινηματογράφος χρειάζεται μια φιλοσοφία, μια ιδιαιτερότητα, δεν αφηγείσαι μόνο μια ιστορία. Πρέπει να υπάρχει πάντοτε ένα μήνυμα που περνά. Ο κινηματογράφος «βλέπει» τις σκέψεις, και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον για έναν ηθοποιό. Και τρομακτικό ταυτόχρονα γιατί εάν δεν σκέφτεσαι, δεν δουλεύεις, αυτό αποτυπώνεται στη μεγάλη οθόνη.

Θα μπορούσατε να φανταστείτε τον εαυτό σας να ζει στο Χόλιγουντ;

Είμαι πολύ Ευρωπαίος και μου αρέσει να είμαι. O αμερικανικός τρόπος ζωής δεν με κάνει να νιώθω άνετα. Αλλά τώρα πια έρχονται τα μεγάλα στούντιο στην Ευρώπη και γυρίζουν εδώ ταινίες με Ευρωπαίους ηθοποιούς. Αυτό τo βρίσκω θαυμάσιο και δεν χρειάζεται να μετακομίσω εγώ εκεί.

ΚΑΡΙΕΡΑ ΓΕΜΑΤΗ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Ο θεατράνθρωπος που διακρίθηκε στη μεγάλη οθόνη

Ο Σεμπάστιαν Κοχ γεννήθηκε στην Καρλσρούη το 1962 και μεγάλωσε στη Στουτγάρδη, όπου τον ανέθρεψε μόνη της η μητέρα του. Σπούδασε στη Σχολή Otto Falkenberg και κατά τη διάρκεια των σπουδών του συνεργάστηκε με το θέατρο Theater der Jugend. Οι πρώτες του εμφανίσεις ήταν σε δημοτικά θέατρα μέχρι τη δεκαετία του 1990, οπότε πήρε το βάπτισμα του πυρός στη θεατρική σκηνή του Βερολίνου. Εκεί συμμετείχε σε σημαντικές παραστάσεις, ενώ άρχισε να κάνει τις πρώτες του εμφανίσεις σε τηλεοπτικές σειρές. Μετά την εντυπωσιακή απόδοση του ρόλου του τρομοκράτη Αντρέας Μπάαντερ στο δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ του Χάινριχ Μπρελόρ «Todesspiel», βρέθηκε να πρωταγωνιστεί σε αρκετές ταινίες μεγάλου μήκους για τη γερμανική τηλεόραση. Οι ρόλοι που τον έκαναν διάσημο εντός και εκτός συνόρων ήταν το 2001, όταν υποδύθηκε τον απαχθέντα γιο του βιομήχανου Ρίχαρντ Οτκερ στην ταινία «Dance with the devil – the kidnapping of Richard Oetker» και τον συγγραφέα Κλάους Μαν στο «the Manns-A novel of the century».

Τιμήθηκε με το βραβείο Adolf Grimme και για τους δύο ρόλους, ενώ κατέχει τον τίτλο του μοναδικού ηθοποιού που κέρδισε το συγκεκριμένο βραβείο για δύο παραγωγές μέσα σε έναν χρόνο. Για τον ρόλο του ανθρώπου που προσπάθησε να δολοφονήσει τον Χίτλερ στο «Stauffenberg» προτάθηκε για το βραβείο της γερμανικής τηλεόρασης και κέρδισε το χρυσό Gong από το ομώνυμο τηλεοπτικό περιοδικό.

Το 2004 συνεργάστηκε εκ νέου με τον Χάινριχ Μπρελόερ και έπαιξε τον αρχιτέκτονα των ναζί, Αλμπερτ Σπέερ, ενώ το 2006 βγήκε στις αίθουσες η ταινία που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό, «Οι Ζωές των Αλλων», η οποία κέρδισε και το βραβείο Οσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας. Συνέχισε τις εμφανίσεις του στο θέατρο, στον ρόλο του λόρδου Γκόρινγκ στο «Ενας ιδανικός σύζυγος», ενώ έπαιξε τον Ράινχαρντ Μον στην ομώνυμη ταινία. Επαιξε ακόμα στη «Μαύρη Λίστα», ενώ έκανε γυρίσματα για άλλες δύο ταινίες πριν το «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι». Ο Σεμπάστιαν Κοχ έχει μία κόρη, με την οποία ζουν μαζί στο Βερολίνο.

ethnos.gr

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook