Ήδη, σε περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας δημιουργούνται ροδώνες δίπλα στα φουγάρα της ΔΕΗ, για την παραγωγή του πανάκριβου ροδέλαιου. Και κτήματα με αγριοαγκινάρες, που θα αντικαταστήσουν τον λιγνίτη στην παραγωγή ρεύματος.
Στην Κεντρική Μακεδονία καλλιεργείται το φυτό κενάφ, από το οποίο μπορεί να παραχθούν ποικίλα προϊόντα: από χαρτί και ύφασμα, μέχρι μονωτικά υλικά και καλλυντικά. Ενώ πλέον εξαπλώνεται ραγδαία η καλλιέργεια σπιρουλίνας, του πασίγνωστου πλέον φαρμακευτικού φυτού.
Αρκετά πιο νότια, στην Πελοπόννησο, ανακαλύπτουν το ιπποφαές, το φυτό που αναμένεται να πρωταγωνιστήσει τα επόμενα χρόνια. Στην Κρήτη κάνουν χρυσές δουλειές όσοι προτιμούν την καλλιέργεια του σταμναγκαθιού.
Στον ακριτικό Έβρο, καλλιεργούν ηλίανθους για το τηγάνι αλλά και για βενζίνη, ενώ τα σκόρδα της περιοχής γίνονται ανάρπαστα στο εξωτερικό. Η στέβια μπορεί να αντικαταστήσει τα τεύτλα, η ελαιοκράμβη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ενέργειας, και τα ρόδια να αποτελέσουν μια καλή εναλλακτική λύση αντί της καπνοκαλλιέργειας.
Το ιπποφαές
Η καλλιέργεια του ιπποφαούς έχει αναπτυχθεί στη Βόρειο Ελλάδα, και, τελευταία, με ταχείς ρυθμούς στη Μεσσηνία. Έχουν φυτευτεί περίπου 60 στρέμματα. Έως το τέλος της χρονιάς θα φυτευτούν περί τα 120 στρέμματα σε όλη την Πελοπόννησο, ενώ έχει ξεκινήσει η διαδικασία για την κατασκευή της μονάδας μεταποίησης, που θα ολοκληρωθεί σε δύο χρόνια. Σε ένα μήνα περίπου, καθώς είναι έτοιμα τα δικαιολογητικά, θα συσταθεί η πρώτη ομάδα παραγωγών στην περιοχή της Μεσσήνης.
Σταμναγκάθι
Οι αποδόσεις του φτάνουν τα 4.000 ευρώ ανά στρέμμα, σε ετήσια βάση. Η στρεμματική απόδοση του πασίγνωστου αυτού χόρτου υπολογίζεται σε 2 και πλέον τόνους κατ’ έτος. Η τιμή παραγωγού κινείται στα 3-3,5 ευρώ το κιλό. Με το κόστος παραγωγής να φτάνει το 1 ευρώ ανά κιλό, το καθαρό κέρδος για τον παραγωγό υπολογίζεται σε 2 ευρώ περίπου ανά κιλό.
Το ρόδο και η ροδιά
Η παραγωγική ζωή μίας φυτείας ροδιάς υπολογίζεται σε 25-30 έτη. Οι αποδόσεις ανά δέντρο κυμαίνονται μεταξύ 40-50 κιλών, και ανά στρέμμα 2.500-3.000 κιλών. Το κόστος εγκατάστασης ενός στρέμματος καλλιέργειας ροδιάς ανέρχεται σε 540 ευρώ, ενώ το καθαρό εισόδημα είναι 1.000-1.200 ευρώ ανά στρέμμα. Η ροδιά μπορεί να μπει σε καρποφορία από το 3ο ή το 4ο έτος, μετά την εγκατάστασή της, ενώ σε πλήρη παραγωγή φτάνει μετά το 7ο-8ο έτος. Κατά την πλήρη παραγωγή της, αποδίδει 2,5-3 τόνους /στρέμμα εμπορεύσιμο ρόδι, και, σε μερικές περιπτώσεις, περισσότερους.
Φαρμακευτικά
Στο εμπόριο, την μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα έχουν το τσάι του βουνού, το χαμομήλι, το φασκόμηλο, η μέντα, το κύμινο, ο γλυκάνισος, η λεβάντα και το μελισσόχορτο. Οι πιο δημοφιλείς και αποδοτικές καλλιέργειες είναι πέντε: λεβάντα, χαμομήλι, βάλσαμο, ρίγανη και βαλεριάνα. Οι αποδόσεις τους διπλασιάζονται, όταν η καλλιέργεια γίνεται με βιολογικά κριτήρια. Στην Ελλάδα, καλλιεργούνται περίπου 20.000- 30.000 στρέμματα αρωματικών – φαρμακευτικών φυτών, όταν στη Γαλλία μόνο η λεβάντα και η λεβαντίνη καλύπτουν 140.000 στρέμματα (η Γαλλία συνεχίζει να εισάγει λεβάντα και λεβαντίνη για να καλύπτει τις ανάγκες της).
Με δεδομένο ότι οι συνήθεις αποδόσεις στην καλλιέργεια (ανά στρέμμα) των αρωματικών – φαρμακευτικών φυτών, στην Ελλάδα, κινούνται μεταξύ 150- 500 ευρώ, είναι φυσιολογικό το μέγεθος της καλλιεργούμενης έκτασης να καθορίζει τα έσοδα του παραγωγού/επενδυτή. Μία έκταση 4-5 στρεμμάτων είναι συνήθως πολύ μικρή για να φέρει αξιόλογα έσοδα. Σε ετήσια βάση, τα έσοδα μπορούν να φτάσουν τα 8.000 ευρώ σε μία έκταση 10 στρεμμάτων, καλλιεργώντας αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά, που θα δώσουν αιθέρια έλαια.
Σήμερα η πώληση φαρμακευτικών – αρωματικών φυτών ξεπερνά παγκοσμίως τα 20 δισ. ευρώ. Η Ευρώπη αποτελεί μία από τις σημαντικότερες αγορές. Την πρωτοκαθεδρία στην παραγωγή και αξιοποίηση αρωματικών φυτών έχουν οι χώρες της Ασίας. ΗΠΑ, Γερμανία, Ιαπωνία και Γαλλία είναι οι κυριότεροι αγοραστές. Τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα είναι η Νέα Υόρκη, το Τόκιο και το Αμβούργο. Θα πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία σε χώρες, όπως η Τουρκία, η Αίγυπτος, η Τυνησία και το Ισραήλ, που παράγουν και εξάγουν μεγάλες ποσότητες αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, και προϊόντων προερχόμενων από αυτά.
Βασιλιάς των αποδόσεων το σαλιγκάρι
Για φέτος, η χονδρική τιμή φρέσκου προϊόντος στην Ελλάδα, από εκτροφεία ανοιχτού τύπου, είναι 3,80 ευρώ το κιλό, φτάνοντας στη λιανική έως και 12 ευρώ το κιλό. Ενδεικτικά, το 2008 η τιμή ήταν 3,50 ευρώ, το 2009 η τιμή ανά κιλό ήταν 3,70, το 2010 αυξήθηκε στα 3,75 ευρώ το κιλό και φέτος κινείται στα επίπεδα των 3,80 ευρώ το κιλό. Σημειώνεται ότι κατά το πρώτο έτος δραστηριότητας, δεν υπάρχουν έσοδα, επειδή τα σαλιγκάρια που γεννιούνται, δεν καταφέρνουν να φτάσουν το απαιτούμενο εμπορεύσιμο μέγεθος.
Η απόδοση αρχίζει μετά από 1,5 χρόνο. Η απόδοση εξαρτάται πολύ από τη διαχείριση του εκτροφέα. Ένας μέσος όρος είναι τα 800 κιλά, με μέγιστο όριο τα 1.500 κιλά το στρέμμα. Υπολογίζοντας τη χαμηλότερη μέση απόδοση των 800 κιλών, τα έσοδα ανά στρέμμα φτάνουν τις 3.000 ευρώ, με ετήσια λειτουργικά έξοδα στα 500 ευρώ. Η χονδρική τιμή στα σαλιγκάρια, από εκτροφεία κλειστού τύπου, φτάνει τα 2 ευρώ περίπου. Αλλά επειδή η ετήσια παραγωγή φτάνει να είναι υπερδιπλάσια, ξεπερνώντας τους 2 τόνους, η απόδοση κινείται στα ίδια περίπου επίπεδα.
Οι ελληνικές εξαγωγές σαλιγκαριών, το 2011, σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς, αποτιμώνται στα 12,251 εκατ. δολάρια. Ο κύριος όγκος των εξαγωγών κατευθύνεται στη Γαλλία, δευτερευόντως στην Ιταλία και την Ελβετία (Philip M. Parker, INSEAD, icongrouponline.com). Υπολογίζεται ότι, έως σήμερα, ξεπέρασαν τα 10 εκατ. ευρώ οι αποστολές προς Γαλλία, Ιταλία και Ελβετία. Στην Ελλάδα, έως και πριν από μερικά χρόνια, ο μόνος τρόπος για να έχει κανείς βρώσιμο σαλιγκάρι, ήταν η συλλογή από τους αγρούς. Επρόκειτο για εποχικό προϊόν, απευθυνόμενο σε καταναλωτές που συνδέονταν με τοπικές παραδόσεις. Το στρέμμα αποδίδει από 800 μέχρι 1.200 κιλά τον χρόνο.
Η εκτροφή τους μπορεί να γίνει σχεδόν παντού στην Ελλάδα, αφού το σαλιγκάρι δεν επηρεάζεται από το υψόμετρο του εκτροφείου (πεδινό ή ορεινό) και καλλιεργείται τόσο σε περιοχές με ζεστό κλίμα, όπως η Κρήτη ή η Πελοπόννησος, όσο και σε περιοχές με ψυχρό κλίμα, όπως η Μακεδονία και η Θράκη. Το κόστος παραγωγής φτάνει στα 1,50 ευρώ το κιλό στις μονάδες που διαθέτουν κτίριο αναπαραγωγής, και τα 1,20 ευρώ το κιλό, στις μονάδες χωρίς κτίριο αναπαραγωγής.
(isotimia.gr/Νίκος Φιλιππίδης)