Ο ιταλός συγγραφέας Αντόνιο Ταμπούκι πέθανε στη Λισαβόνα σε ηλικία 68 ετών ύστερα από μακρά ασθένεια.

Ο Ταμπούκι, μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές φωνές της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, έχει γράψει περίπου 20 βιβλία, τα οποία έχουν μεταφραστεί σε 40 γλώσσες.

Ο Αντόνιο Ταμπούκι αγαπούσε την Ελλάδα και ιδιαίτερα την Κρήτη, όπου τα τελευταία χρόνια ερχόταν συνεχώς για διακοπές, σε παρουσιάσεις βιβλίων του ή ως ομιλητής σε εκδηλώσεις, ενώ τον Μάιο του 2011 είχε ανακηρυχτεί ως επίτιμος δημότης Χανίων.

Συγγραφέας, πανεπιστημιακός και δοκιμιογράφος, ο Ταμπούκι ήταν ο μεταφραστής στα ιταλικά του έργου του πορτογάλου συγγραφέα Φερνάντο Πεσόα.

Πολλά από τα μυθιστορήματά του μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη, όπως το \”Νυχτερινό στην Ινδία\” και το \’Ετσι ισχυρίζεται ο Περέιρα\” με τον Μαρστέλο Μαστρογιάννι.

Καθηγητής πορτογαλικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Σιένας στην Ιταλία, ο Ταμπούκι υπήρξε χρονογράφος στην ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera και στην ισπανική El Pa?s.

Μοναδικό παιδί ενός έμπορου αλόγων, ο Ταμπούκι γεννήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου του 1943 στην Πίζα της Τοσκάνης.

Σπούδασε ιταλική φιλολογία και από το 1962 λογοτεχνία στο Παρίσι όπου ανακάλυψε τον πορτογάλο συγγραφέα Φερνάντο Πεσόα διαβάζοντας τη γαλλική μετάφραση του ποιήματος \”Το Καπνοπωλείο\” (\”Bureau du tabac\”).

Ο ενθουσιαμός του τον έκανε να ανακαλύψει τη γλώσσα και τον πολιτισμό της Πορτογαλίας, η οποία έγινε δεύτερη πατρίδα του. Συνέχισε τις σπουδές του στην πορτογαλική λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο της Σιένας.

Παθιασμένος με το έργο του Πεσόα, το μεταφράζει στα ιταλικά μαζί με τη σύζυγό του την οποία γνώρισε στην Πορτογαλία.

Ανάμεσα στα έργα του είναι τα : \”Ταξίδια και άλλα ταξίδια\”, \”Νυχτερινό στην Ινδία\”, \”Η Νοσταλγία του Πιθανού\”, \”Ετσι ισχυρίζεται ο Περέιρα\”, \”Ο Τριστάνο Πεθαίνει\”.

Αντόνιο Ταμπούκι: Kοιτάζοντας τ\’ απότομα φαράγγια της Κρήτης


\”……Μπήκα σε μια ταβέρνα που είχε το όνομα Αντάρτης, που στα ελληνικά σημαίνει παρτιζάνος, κι αντάρτης ένιωθα κι εγώ, όπως κάποιος που ζει στη σκιά, κρύβεται και πολεμάει, αλλά εναντίον ποιανού;, σκεφτόμουν, ας πούμε εναντίον των πραγμάτων, είναι γνωστό τι εννοώ λέγοντας πράγματα, θέλω να πω τα πάντα, γιατί η ζωή σιγά σιγά γεμίζει κι εξογκώνεται χωρίς να το καταλάβεις, αλλά εκείνο το πρήξιμο είναι κάτι το επιπλέον, σαν μια κύστη ή ένα χάος, και από κάποια στιγμή και πέρα, τούτο το σύνολο των πραγμάτων, των αντικειμένων, των αναμνήσεων, των θορύβων, των ονείρων ή των μεσοδιαστημάτων μεταξύ δύο ονείρων, δεν σου λέει πια τίποτα, είναι μονάχα ένας ακαθόριστος βόμβος, ένας κόμπος, ένας λυγμός που δεν ανεβαίνει και δεν κατεβαίνει, και σε πνίγει. Βρισκόμουν έξω, κάτω από την πέργκολα με την κληματαριά, κι έτρωγα ένα έξοχο πιάτο, μια συκωταριά, κοίταζα τα απότομα φαράγγια της Κρήτης, εκείνα τα τραχιά βουνά με τις χρωματιστές κηλίδες κάποιας πικροδάφνης ανάμεσα στο πράσινο των ελαιώνων, που εκεί έχουν ένα σκοτεινό και στιλπνό πράσινο, και κοίταζα μια ομάδα κατσίκες που την πικροδάφνη δεν την τρώνε, αυτές που μασάνε ακόμα και την αγριοδαμασκηνιά, και σκεφτόμουν: να, λοιπόν, τα κατάφερα.

Μπήκα σ\’ εκείνη την ταβέρνα από απλή περιέργεια: για να κοιτάξω. H αίθουσα ήταν γυμνή, με τις ψάθινες καρέκλες βαλμένες τη μια πάνω στην άλλη, και τα τραπέζια μαζεμένα σε μια γωνιά. Υπήρχαν φωτογραφίες στους τοίχους και βάλθηκα να τις κοιτάζω. Σ\’ εκείνο το χωριό λατρεύουν δύο πρόσωπα: o ένας είναι o Βενιζέλος, γιατί εκεί γεννήθηκε κι εκεί είχε το στρατηγείο του κατά τη διάρκεια των πολέμων του\’ και τον βλέπει κανείς σε νεανικά πορτρέτα και σε κιτρινισμένες εφημερίδες που εικονογραφούν την αγάπη του για το λαό του. Ο άλλος είναι ο Καζαντζάκης, γιατί σ\’ αυτό το χωριό κάποτε σταμάτησε όταν τον κυνηγούσε κάποια από τις πολλές δυστυχίες του, κι εδώ τον καλοδέχτηκαν. Είναι ένας συγγραφέας που δεν τον αγάπησα ποτέ μου, ίσως επειδή μοιάζουμε στην αλαζονεία, μόνο που, στους μικρομαιάνδρους της ύπαρξής μας, οι δρόμοι της αλαζονείας είναι πιο πολλοί από εκείνους του Κυρίου, και στην περίπτωση του η αλαζονεία διάλεξε την οδό του θάρρους και της περηφάνιας.

Η δική μου περίπτωση είναι εντελώς διαφορετική, όπως πολύ καλά ξέρεις, αφού η περηφάνια οδηγεί προς τη δειλία. Εκτός από το πορτρέτο του, που τον δείχνει ντυμένο στην τρίχα (σακάκι, γραβάτα, περιποιημένα μουστάκια, μπριγιαντίνη, το βαθύ βλέμμα όποιου κοιτάζει τη φωτογραφική μηχανή σαν να κοιτάζει στα μάτια κατευθείαν την Αλήθεια), υπήρχε και η φωτογραφία του τάφου του (ας τον χαρακτηρίσουμε έτσι), γιατί η Εκκλησία του δεν δέχτηκε στο νεκροταφείο έναν άνθρωπο που της φαινόταν βλάσφημος, και η πόλη του, το Ηράκλειο, έθαψε τα λείψανα του στα τείχη της, κι έβαλε στην επιτύμβια πλάκα μια φράση του μέσα στην οποία ο ίδιος χωράει ολόκληρος, από την κορυφή έως τα νύχια : «Δεν πιστεύω τίποτα. Δεν ελπίζω τίποτα. Είμαι ελεύθερος ». Βλέπεις πώς πάνε τα πράγματα και τι τα οδηγεί: αρκεί μια τέτοια φράση για να καταστραφούν τα σχέδια ενός άνθρωπου σαν κι εμένα. Η σιωπή είναι, πράγματι, πολύ εύθραυστη. -Το ποτάμι-

………Με όλα αυτά, όμως, πήδηξα από το ένα θέμα στο άλλο, γιατί αν δεν κάνω λάθος σου μιλούσα για το νησί. Λοιπόν: αν μ\’ έναν πρόχειρο υπολογισμό έχει μια διάμετρο που δεν ξεπερνά τα πενήντα χιλιόμετρα, κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχουν περισσότεροι από ένας κάτοικοι ανά δέκα τετραγωνικά χιλιόμετρα. Πραγματικά λίγοι. Ίσως να είναι περισσότερες οι κατσίκες, θα έλεγα μάλιστα πως είμαι σίγουρος γι\’ αυτό. Το μοναδικό αγαθό που παράγει τούτη η γη, εκτός από τα αγκάθια και τα φραγκόσυκα, είναι το πεπόνι, εκεί όπου το πετρώδες έδαφος μετατρέπεται σε άμμο, μια κιτρινωπή άμμο στην οποία οι κάτοικοι καλλιεργούν πεπόνια, μόνο πεπόνια, μικρά σαν γκρέιπ φρούτ, και γλυκύτατα.

Τα πεπονοχώραφα διαχωρίζονται μεταξύ τους από τα κλήματα ενός αμπελιού που μοιάζει σχεδόν άγριο και που αναπτύσσεται σε τρύπες σκαμμένες μέσα στην άμμο ώστε να μην το κάψει η αλμύρα κι ώστε να μπορεί να συλλέγει τη νυχτερινή δροσιά, που σίγουρα είναι η μοναδική τροφή για τις ρίζες του. Από το σταφύλι του βγαίνει ένα σκούρο κοκκινέλι, νομίζω με υψηλό αλκοολικό βαθμό, που αποτελεί το μοναδικό ποτό του νησιού, εκτός από τα αφεψήματα από αγριοβότανα που πίνονται ακόμα και κρύα, και που είναι πικρά αλλά αρκετά αρωματικά. Μερικά είναι κίτρινα γιατί υπάρχει ένα είδος αγκαθωτού κρόκου που φυτρώνει ανάμεσα στις πέτρες και μοιάζει με πλακουτσωτή αγκινάρα\’ κι αυτό το ρόφημα δίνει ένα δυνατό μεθύσι, πολύ περισσότερο από το κρασί, και προσφέρεται στους αρρώστους και στους ετοιμοθάνατους. Μετά από μια αίσθηση ασυνήθιστης ευεξίας σε ρίχνει σε έναν βαρύ ύπνο, κι όταν ξυπνάς δεν ξέρεις πόσος χρόνος έχει περάσει: Ίσως ολόκληρες μέρες, χωρίς όνειρα. -Εισιτήριο στη θάλασσα-

Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Antonio Tabucchi \”Δύο Ελληνικά Διηγήματα\” σε μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη, εκδ. Άγρα, 2000.

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook