Από την ίδρυση της πάλαι ποτέ ΕΟΚ που μετασχηματίστηκε σε Ευρωπαϊκή Κοινότητα και στη συνέχεια σε Ευρωπαϊκή Ένωση, διαμορφώθηκαν διάφορες Σχολές ή Ρεύματα Σκέψης. Αναφέρομαι κυρίως στο εκκρεμές μεταξύ των φεντεραλιστών και ευρωσκεπτικιστών. Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι και στα δύο αυτά άκρα του εκκρεμούς, κοινή παραδοχή και κοινός τόπος είναι η ύπαρξη του «δημοκρατικού ελλείμματος». 
Συνεπώς, τίθεται ζήτημα αντιπροσωπευτικότητας. Η αφήγηση δε και «μέριμνα» περί το «δημοκρατικό έλλειμμα», καταγράφει τις εξωθεσμικές και από καθέδρας πολιτικές ενός άκρατου ηγεμονισμού, με κυρίως αναφορά στην πολιτική και οικονομική ελίτ της Γερμανίας, και αυτό παρά το ό,τι οι Συνθήκες επιτάσσουν την οικονομική και κοινωνική συνοχή, την ευημερία των Λαών της Ένωσης και την αλληλεγγύη μεταξύ των Κρατών-Μελών(1). 
Ωστόσο, με την αναγόρευση του πολίτη (2) της Ένωσης, ως νομιμοποιητικού παράγοντα, εισάγεται μια νέας τάξης Respublica που απαιτεί άλλες χωρητικότητες, άλλες λειτουργικότητες και άλλους τρόπους λήψης αποφάσεων. Συνεπώς εγείρεται ζήτημα που πρέπει να απαντηθεί, στο εάν και κατά πόσο στις ημέρες μας λειτουργούν οι πρόνοιες του δημοκρατικού ελέγχου και οι Θεσμοί της Ένωσης. 
Ενταύθα επισημειώνεται ότι το ατυχές εγχείρημα της «Συνταγματικής Συνθήκης» (3) ήταν μια κατ’ αρχήν προσπάθεια για την «κάλυψη» του «δημοκρατικού ελλείμματος». Η ευθύνη δε αυτή «μεταβιβάστηκε» στη Συνθήκη της Λισσαβόνας, η οποία επιβάλει στα «Θεσμικά Όργανα να διατηρούν ανοικτό, διαφανή και τακτικό διάλογο με την κοινωνία των πολιτών» (4). 
Η διαδικασία αυτή, που επιδιώκει μια δημοκρατικότερη μετεξέλιξη των Θεσμών, αφορά και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο Θεσμός αυτός άμεσης (5) αντιπροσώπευσης των πολιτών της Ένωσης, αν και νομιμοποιείται από τα οικεία Εκλογικά Σώματα, εν τούτοις έναντι του Θεσμού αυτού υπερέχει η γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Και τούτο γιατί η νομοθετική πρωτοβουλία, δηλαδή η κανονιστική εξουσία, εξακολουθεί να είναι κατά κανόνα υπόθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ως εκ τούτου το «δημοκρατικό έλλειμμα» παραμένει ενεστώς. 
Όμως, παρά την προαναφερόμενη «τάση» για «δημοκρατικοποίηση» και παρά την εισαγωγή ομοσπονδιακών στοιχείων στην Ένωση (με κύρια αναφορά στην εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος (6)), υφίσταται «μετατόπιση» των Θεσμών, σε «μηχανισμούς» άτυπης διαβούλευσης των ισχυρών του κεντρικού πυρήνα. Αυτή όμως η «μετατόπιση» είναι και μέρος της παρούσας κρίσης. 
Και είναι μέρος της παρούσας κρίσης, παρά το γεγονός, ότι το Ευρωπαϊκό Ενωσιακό Δίκαιο (με κανόνες δικαίου), και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (7) (με πολιτικές αποφάσεις), επιβεβαιώνουν ότι ο πολίτης της Ένωσης είναι φορέας νομιμοποίησης. Παρά ταύτα η επιβεβαίωση αυτή έχει ήδη υποκύψει στη λογική του Maastricht (8). 
Ειδικότερα, από την εισαγωγή του ευρωσυστήματος και μετά υπάρχει ιστορική «μετατόπιση» των αρχών και αξιών του ευρωπαϊκού οράματος, αλλά και της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, προς την κατεύθυνση προσαρμογής των απαιτήσεων στη «νέα παγκοσμιοποιημένη τάξη πραγμάτων». 
Σημαντικός ιστορικός σταθμός της «μετατόπισης» της Ένωσης στις νέες ποιοτικές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης είναι η Σύνοδος του Λάακεν το Δεκέμβριο του 2001. Η Σύνοδος αυτή αποτελεί ιστορικό σταθμό, ακριβώς γιατί, αναφέρεται: «στο νέο ρόλο της Ευρώπης στον κόσμο της παγκοσμιοποίησης». 
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Συνόδου του Λάακεν λαμβάνοντας υπ’ όψιν την πολιτική συγκυρία αναφέρει επί λέξει τα εξής: «Η 11η Σεπτεμβρίου μας άνοιξε απότομα τα μάτια. Ο εχθρός δεν έχει εξαφανισθεί.» 
Με τη δήλωση αυτή φαίνεται ότι οι πολιτικές της Ένωσης μετακινούνται προς άλλες κατευθύνσεις. Και τούτο γιατί στη σχετική ανακοίνωση με αμίμητη διαύγεια διατυπώνονται ειδικότερα και τα εξής: «Τώρα που ο ψυχρός πόλεμος έχει τελειώσει και ζούμε σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο αλλά και κατακερματισμένο κόσμο, η Ευρώπη πρέπει να επωμισθεί τις ευθύνες της όσον αφορά τη διακυβέρνηση της παγκοσμιοποίησης».
Έτσι, η Ένωση δεν αποφασίζει να υπεισέλθει απλώς ως δρώσα συνιστώσα στο νέο διεθνές οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, αλλά επιδιώκει να αυτοκαθορισθεί ως η οντότητα εκείνη που αναλαμβάνει και τη διακυβέρνηση της παγκοσμιοποίησης!.. (9)
Αυτή η νέα κατάσταση στον ευρωπαϊκό χώρο, εγείρει το ζήτημα της μεταδημοκρατίας. Δηλαδή, της υποταγής της πολιτικής στην οικονομία και όχι το αντίστροφο. Είναι η μεταμοντέρνα περίοδος όπου στο διεθνοποιημένο χρηματοπιστωτικό σύστημα και περιβάλλον, η σύγχρονη αυτή μορφή της παγκοσμιοποίησης, ασκεί εξωθεσμικές παρεμβάσεις και επιβάλει εξωθεσμικές συμπεριφορές για τη λήψη αποφάσεων στην Ένωση. 
Με άλλα λόγια, η διαδικασία αυτή συνεπάγεται τη διαρκή και συστηματική υπονόμευση Θεσμών με τη δημιουργία παράκεντρων δικτύων οικονομικής και πολιτικής ισχύος. 
Είναι προδήλως βέβαιον ότι εξωθεσμικά κέντρα (οι απροσδιόριστες αγορές), διεκδικούν την άμεση και χωρίς όρους υποταγή των εθνικών Κρατών, με συνέπεια η κατάσταση αυτή να εκφεύγει των προνοιών του δημοκρατικού ελέγχου. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι στη χώρα μας η νομοθετική λειτουργία (υπό το κράτος των «Μνημονίων», τα οποία μετέτρεψαν τον ιδιωτικό δανεισμό των αγορών σε κρατικό δανεισμό), ως εσωτερική «έννομη τάξη» θεσπίζει κατ’ ουσίαν κανόνες αναγκαστικού δικαίου με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, υποτάσσοντας την πατρίδα μας σε μηχανισμό συντριβής. Ενταύθα ας μου επιτραπούν τα εξής:
Η Συνθήκη της Λισσαβόνας: «διανοίγει νέα φάση στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης, στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες» (10), με «σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τη δικαιοσύνη και την αλληλεγγύη» (11) .
Εάν οι δεσμεύσεις αυτές παραμείνουν «γράμμα κενό» και οι Θεσμοί δεν λειτουργήσουν υπέρ των Λαών της Ένωσης, τότε το ευρωπαϊκό όραμα (θα) έχει ημερομηνία λήξης. Και αυτό το «σενάριο» μόλις αρχίζει να γράφεται! Ιδού και η ευθύνη των πολιτών της Ένωσης για την ακύρωση του «σεναρίου»!…
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Βλ. άρθρο 33 ΣΕΕ και άρθρα 151-161, 174-178 και 222 ΣΛΕΕ.
(2) Στον πολίτη της Ένωσης απονέμεται ιθαγένεια, που όμως δεν αντικαθιστά, αλλά συμπληρώνει εκείνη του Κράτους-Μέλους (βλ. άρθρο 9 ΣΕΕ και 20 παρ. 1 ΣΛΕΕ). Επίσης πρβλ. D.Chalmers-Ch.Hadjiemmanuil –G.Monti-A.Tomkins, European Union Law, Cambridge University Press, (2006), σελ. 28-29 και σελ. 561 και επ. 
(3) Βλ. Π. Ι. Μηλιαράκης, Το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα μεταξύ νομικού δόγματος και Πολιτικής, Εκδοτικός Οίκος Α.Α.ΛΙΒΑΝΗ, (2005), σελ. 29 και επ
(4) Βλ. άρθρο 11 παρ. 2 ΣΕΕ καθώς και άρθρο 10 παρ. 1 και 3 ΣΕΕ
(5) Βλ. άρθρο 16 παρ. 2 ΣΕΕ
(6) Βλ. έγκαιρες αναλύσεις των Ν.Keis, «The Euro and Germany», σελ. 41 και επ. και T. Congdon, «Why the euro will fail» σελ. 77 και επ. στο The Euro (Edited by P.Temperton), Wiley, West Sussex, England (1997).
(7) Βλ. Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Τάμπερε (Οκτώβριος 1999).
(8) Βλ. αντί πολλών J.V.Overtveldt, The End of the Euro –the uneasy future of the European Union, Chicago, (2011). Ειδικότερα για το Maastricht βλ. σελ. 33 και επ.
(9) Υπ’ όψιν ότι η Σύνοδος του Λάακεν προηγείται λίγους μήνες πριν το νέο γύρο διαπραγματεύσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. 
(10) Βλ. άρθρο 1 ΣΕΕ.
(11) Βλ. άρθρο 2 ΣΕΕ

Πέτρος Μηλιαράκης
Νομικός και Συγγραφέας

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook