Την «τιμητική» του έχει τον τρέχοντα μήνα, σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, το κάστανο, το οποίο, μπορεί στα δύσκολα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής ν’ αποτέλεσε βασική τροφή για τους Έλληνες, σήμερα όμως καταναλώνεται από τους περισσότερους μόνο δύο μήνες ετησίως κι ως συμπλήρωμα στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι…

Ωστόσο, υπάρχουν ακόμα οι «φανατικοί» λάτρεις του αυτοφυούς αυτού προϊόντος, οι οποίοι και διοργανώνουν γιορτές και εκδηλώσεις, με στόχο να αναδείξουν τη μεγάλη θρεπτική του αξία και τις τεράστιες δυνατότητες εμπορικής εκμετάλλευσής του.

Στην Αρχαία Ελλάδα, οι ξηροί καρποί ονομάζονταν “τρωγάλια” και από τα πλέον εκλεκτά ήταν τα «καστανεϊκά κάρυα», οι καρποί της καστανιάς, που τη θεωρούσαν και δέντρο του Δία.

Τονίζεται δε ότι από ξερά κάστανα παράγεται ειδικός καφές για τους …νευρικούς, ενώ στις θεραπευτικές χρήσεις του προϊόντος εντάσσονται τα φύλλα της καστανιάς, που χρησιμοποιούνται σε αρρώστιες των βρόγχων και κατά του κοκίτη και για τους ρευματισμούς.

Αυξάνεται διαρκώς η παραγωγή κάστανου στην Ελλάδα

Το κάστανο, σύμφωνα με τον τακτικό ερευνητή του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας (ΕΘΙΑΓΕ), δρα Στέφανο Διαμαντή, έχει μεγάλες δυνατότητες και προοπτικές, που παραμένουν, ωστόσο, ανεκμετάλλευτες έως σήμερα, παρόλο που τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότεροι παραγωγοί στρέφονται στην καλλιέργεια της καστανιάς, αναζητώντας μια διέξοδο που να τους εξασφαλίζει σημαντικά εισοδήματα εν μέσω οικονομικής κρίσης.

Όπως λέει, εάν υπήρχε συγκεκριμένη πολιτική για το προϊόν αυτό, τότε η παραγωγή στην Ελλάδα θα μπορούσε τουλάχιστον να διπλασιαστεί, με αποτέλεσμα όχι μόνο την κάλυψη των εγχώριων αναγκών, αλλά και την εξαγωγή του με μεγαλύτερη ένταση.

100 καστανοχώρια, 10.000 καστανοπαραγωγοί, 450.000 στρέμματα

Σήμερα, υπάρχουν περί τα 100 καστανοχώρια στη χώρα μας, με τη συνολική καλλιεργούμενη έκταση να υπολογίζεται στα 450.000 στρέμματα και με την παραγωγή να υπερβαίνει σήμερα τους 18.000 τόνους, έναντι των 12.000 τόνων το 2012 και όπως είπε χαρακτηριστικά μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ “τους 18.000 τόνους κάστανο “η χώρα είχε να τους δει από τις δεκαετίες ’60 και ’70”.

Οι καστανοπαραγωγοί υπερβαίνουν σήμερα τους 10.000 σε όλη τη χώρα, ενώ καστανιές θα βρει κάποιος σε 28 νομούς• μεταξύ άλλων σε Ξάνθη, Σέρρες, Ημαθία, Τρίκαλα, Ηλεία και Χανιά.

Η αύξηση της παραγωγής, σε συνδυασμό με την έλλειψη ρευστότητας τα τελευταία χρόνια, έχουν οδηγήσει σε σημαντικό περιορισμό των εισαγωγών από χώρες όπως η Τουρκία, η Πορτογαλία, η Κίνα και η Ν. Κορέα.

Εγγυημένη απορρόφηση παραγωγής

Η ανεπάρκεια του προϊόντος εντός και εκτός ελληνικών συνόρων καθιστά εξασφαλισμένη την απορρόφηση της παραγωγής, επισημαίνει ο κ. Διαμαντής, δίνοντας “ψήφο εμπιστοσύνης” στο κάστανο και τονίζοντας ότι “η ελληνική παραγωγή κάστανου, μπορεί να ανακάμψει ακόμα περισσότερο, αρκεί να υπάρξει μια δυναμική και συγκεκριμένη πολιτική”.

Κατά τον ίδιο, η πολιτική αυτή πρέπει να επικεντρωθεί -μεταξύ άλλων- στα εξής σημεία: πιστοποίηση του ελληνικού γενετικού υλικού καστανιάς και παραγωγή και διάθεση άριστου εντόπιου φυτευτικού υλικού σε προσιτές τιμές, καθιέρωση κινήτρων για την αντικατάσταση των υπέργηρων δένδρων με νέα δένδρα, φύτευση πιο αποδοτικών ποικιλιών ή προελεύσεων και σε διάστημα μίας 10ετίας, ίδρυση νέων σύγχρονων καστανεώνων, όπου οι κλιματοεδαφικές συνθήκες το επιτρέπουν, χρήση της καστανιάς σε αναδασωτικά προγράμματα και δασώσεις αγρών, καθόσον αποτελεί πολύτιμο, αυτόχθονο, δασοπονικό είδος κ.ά.

Παράλληλα, σύμφωνα με τον ίδιο, η πολιτική που θα πρέπει να υιοθετηθεί, οφείλει να είναι επικεντρωμένη στην ίδρυση, ανά ευρύτερη καστανοπαραγωγό περιοχή, κατάλληλης υποδομής για την ποιοτική ταξινόμηση (διαλογητήρια) και συντήρηση του προϊόντος (ψυγεία), έκδοση Προεδρικού Διατάγματος για την καθιέρωση προδιαγραφών ποιοτικής ταξινόμησης του ελληνικού κάστανου και ίδρυση ιδιωτικών ή συνεταιριστικών βιομηχανιών τυποποίησης, μεταποίησης και συντήρησης του κάστανου ώστε να αυξηθεί η απορρόφησή του στην αγορά και να καταστεί διαθέσιμο όλο τον χρόνο.Υπογραμμίζεται ότι το 90% της ελληνικής παραγωγής κάστανου καταναλώνεται εντός των συνόρων, ψητό ή βραστό.

Το 10% διατίθεται στην αγορά ως “marrons glaces” (μαρόν γλασέ) και πωλείται σε υψηλές τιμές (16-20 ευρώ ανά κιλό) ή ως γλυκό συντηρημένο σε σιρόπι που παρασκευάζεται τοπικά από οικογενειακής κλίμακας μικρές επιχειρήσεις, κυρίως σε περιοχές του Πηλίου και του Καρπενησίου.

 

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook