Ομιλία του Σπύρου Δανέλλη σε εκδήλωση της Ενωτικής Κίνησης Ευρωπαϊκής Αριστεράς για το Μακεδονικό

Σε εκδήλωση της Ενωτικής Κίνησης Ευρωπαϊκής Αριστεράς (Ε.ΚΙ.Ε.Α.), με τίτλο «Μακεδονικό: Η λύση;», που πραγματοποιήθηκε χτες στο ξενοδοχείο Τιτάνια, μίλησε ο Βουλευτής Ηρακλείου με το Ποτάμι, Σπύρος Δανέλλης. Στο πάνελ της συζήτησης βρέθηκαν επίσης ο Πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης και ο Φώτης Κουβέλης, ενώ συντονίστρια ήταν η δημοσιογράφος Νικόλ Λειβαδάρη.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:

Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι.

Συζητάμε για το Μακεδονικό, στη σκιά του χθεσινού συλλαλητηρίου.

Σαν να μην πέρασε μια μέρα από τη λαοσύναξη της Θεσσαλονίκης τον Φεβρουάριο του 1992.

Τη λαοσύναξη που εγκλώβισε τη χώρα σε ένα διπλωματικό αδιέξοδο, που κρατάει μέχρι σήμερα, υποκαθιστώντας την επίσημη διπλωματία με την διπλωματία του πεζοδρομίου.

Τη λαοσύναξη που έστησε πολιτικές και εκκλησιαστικές καριέρες κι έβαλε στον πάγο άλλες.

Γιατί ήταν εκεί, όπου αναδείχθηκαν περιθωριακές δυνάμεις, αποκτώντας βήμα και ισχύ στο δημόσιο λόγο.

Γιατί εκεί άνοιξε ο δρόμος για την επανεμφάνιση της ακροδεξιάς.

Για πρώτη φορά μετά την πτώση της Χούντας, ο μισαλλόδοξος, ρατσιστικός και σοβινιστικός λόγος γίνεται αποδεκτός και αγκαλιάζεται από ένα τόσο μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας.

Επιπλέον, προετοιμάζει την εμφάνιση της σύγχρονης ακροδεξιάς, που στην συνέχεια προλειαίνει το έδαφος για την Χρυσή Αυγή.

Και το χειρότερο δηλητηρίασε τον τρόπο σκέψης των νέων, ενσταλάζοντάς τους, την αμετροέπεια του σύγχρονου ελληνικού εθνολαϊκισμού, στον οποίον περισσεύει ο αντιδυτικισμός και ο ανορθολογισμός.

Εχθές με την παρουσία τους, αξιωματική αντιπολίτευση, μέρος της λοιπής αντιπολίτευσης, η επίσημη Εκκλησία, μέρος της Αυτοδιοίκησης, η «παλαβή» Αριστερά, προσωπικότητες του παρελθόντος, αλλά και ο αταίριαστος κυβερνητικός εταίρος προσέφεραν μεγάλη υπηρεσία στους αρνητές του κοινοβουλευτισμού και την Χ.Α..

Ενίσχυσαν τον βαθιά ριζωμένο στην κοινωνία αντιευρωπαϊσμό και δίνουν ρόλο ξανά στον μοιραίο Αντώνη Σαμαρά.

Για το Μίκη, που έχουμε συνηθίσει να μας στενοχωρεί, θυμίζω την παρατήρηση του Λεωνίδα.

«Ο Μίκης είναι σπουδαίος μουσικός, που ήθελε να γίνει πολιτικός. Αντιθέτως, εγώ είμαι ένας πολιτικός που ήθελα να γίνω μουσικός». 

Όλοι οι παραπάνω μαζί, ο καθένας με τη δική του μικρο-σκοπιμότητα, παρόλο που δήθεν προασπίζουν την εθνική υπερηφάνεια, έστειλαν στην παγκόσμια κοινότητα μήνυμα ηττοπάθειας και φοβικότητας.

Δεν έκαναν τίποτα άλλο, παρά να διατρανώσουν την «εθνική μας μοναξιά».

Ορισμένοι μυωπικά αρνούνται να αντιληφθούν ότι η εργαλιοποίηση των εθνικών ζητημάτων οδηγεί μαθηματικά στις εθνικές ήττες.

Η εικόνα βοούσε.

Η πλατεία Συντάγματος ήταν φωτογραφία σε σέπια.

Μια πιστή φωτογραφία των Βαλκανίων στις αρχές του περασμένου αιώνα.

Εθνικιστικός παροξυσμός, μίσος για τους άλλους, φανταστικοί εχθροί παντού, απόλυτη αδυναμία αντίληψης της πραγματικότητας, άρνηση αλληλοκατανόησης.

Σαν να μην πέρασε μια μέρα, η κοινωνία έρμαιο της άγνοιας και της παραπληροφόρησης βρίσκεται και πάλι σε πλήρη σύγχυση.

Και είναι φυσικό.

Πρόκειται για μια  κοινωνία κουρασμένη.

Που νιώθει πως πηγαίνει από ήττα σε ήττα, που νιώθει ότι της φταίνε όλοι.

Μια κοινωνία στερημένη οραμάτων, διψασμένη για στιγμές ανάτασης, διψασμένη για πρόχειρα ερεθίσματα, ικανά να την εμπνέουν, αλλά και να τη βγάζουν από την καθημερινή μιζέρια, είναι μια κοινωνία που προσφέρεται εξαιρετικά για τη διάδοση και την εδραίωση μεγαλοϊδεατικού τύπου προτάσεων.

Είναι μια κοινωνία ευεπίφορη σε ψέματα και παρανοειδείς φοβίες.

Είναι όμως και μια κοινωνία που αποκαλύπτει έλλειμμα εαυτού και ταυτότητας.

Μια κοινωνία που χρειάζεται επειγόντως «μετάγγιση» αυτοπεποίθησης. 

Γιατί τα εθνικά συλλαλητήρια δεν εκδηλώνουν την εθνική μας υπερηφάνεια, όπως νομίζουν οι συμμετέχοντες, αλλά αντίθετα, δηλώνουν τον εσωτερικό μας διχασμό και μια παρανοϊκή αντίληψη της πραγματικότητας, όπου ο εκάστοτε εξωτερικός «εχθρός» αποκτά μυθικές διαστάσεις και δυνατότητες.

Τροφοδοτούν τη μανιοκαταθλιπτική μας ψυχοσύνθεση, με τις ακραίες μεταπτώσεις από το ζενίθ της εθνικής ανωτερότητας στο ναδίρ «του όλοι μας επιβουλεύονται».

Και το πολιτικό προσωπικό;

Το πολιτικό προσωπικό πάντα υπεξέφευγε, αρνούμενο να διαχειριστεί και να ερμηνεύσει τα δύσκολα.

Πώς πήγαμε στη χούντα;

Πώς βαλτώσαμε με το Κυπριακό;

Πώς χάσαμε απανωτές ευκαιρίες ουσιαστικού εξευρωπαϊσμού;

Πώς οδηγηθήκαμε στη χρεοκοπία;

Πως αποτιμούμε, τι μάθαμε από τις πλατείες των «Αγανακτισμένων» και την όσμωση τόσο διαφορετικών κόσμων, σε αυτές;

Γιατί το Μακεδονικό έμεινε στο συρτάρι για είκοσι επτά χρόνια;

Γιατί το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος άφησε την κοινωνία να λιμνάζει μέσα στην εθνική της ξεροκεφαλιά, όταν 133 χώρες έχουν ήδη αναγνωρίσει τη γειτονική χώρα ως Δημοκρατία της Μακεδονίας, σκέτο;

Προφανώς ως πολιτικό σύστημα και ως κοινωνία φοβόμαστε να αναμετρηθούμε με τον εαυτό μας.

Μας λείπει παντελώς η ψυχραιμία και η ορθοκρισία του να στοχαστούμε και να εκτιμήσουμε τι κέρδη και τι ζημιές καταγράφουμε τα 27 χρόνια της αδιαλλαξίας μας.

Ας τρέξουμε πίσω στο χρόνο.

Την πτώση του τείχους το ’89, ακολουθεί η κατάρρευση των ολοκληρωτικών καθεστώτων στα Βαλκάνια, που τα οδηγεί σε πολιτική ρευστότητα και αστάθεια, με αποκορύφωμα την τραγωδία του εμφυλίου της Γιουγκοσλαβίας.

Τότε παρουσιάζεται η μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα.

Χώρα σταθερή και ευημερούσα, μέλος της ΕΟΚ και του ΝΑΤΟ, θα μπορούσε να προσφέρει τις καλές της υπηρεσίες στο όνομα της Κοινότητας για την αναδιοργάνωση, οικονομική και πολιτική αυτών των χωρών, που στερούνταν δημοκρατικής – κοινοβουλευτικής κουλτούρας και δομών, όπως και μηχανισμών λειτουργίας της οικονομίας της αγοράς.

Στις 16/12/1991 οι Υπουργοί Εξωτερικών της Κοινότητας άνοιξαν το δρόμο για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. 

Σε αντάλλαγμα της ελληνικής συνενοχής ο Αντώνης Σαμαράς πήρε τους περίφημους τρεις όρους στη διακήρυξη των «12» για την Γιουγκοσλαβία.

«Συνταγματικές και πολιτικές εγγυήσεις για μη εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος ενός γειτονικού κράτους – μέλους της Κοινότητας, για μη εχθρικές προπαγανδιστικές δραστηριότητες, και μια ονομασία που δεν εξυπονοεί εδαφικές διεκδικήσεις».

Ενώ όλοι οι παραπάνω όροι κάλυπταν τις εθνικές ανησυχίες, για κάποιον ανεξήγητο λόγο υπήρξε μια ταχύτατη επικέντρωση και απολυτοποίηση από την πλευρά μας στο θέμα του ονόματος.

«Το όνομά μας είναι η ψυχή μας» είπε ο ποιητής και οι πολιτικοί… ξαμολήθηκαν στην αγορά.

Το σύνθημα έγινε: «Η Μακεδονία είναι μία και είναι Ελληνική».

Ξεχνώντας το πως σε εποχές προγενέστερες, στις αρχές του 1920, αλλά ιδιαίτερα ταραγμένες, ο συντηρητικότατος Στράτης Μυριβήλης περιέγραφε στο «Η ζωή εν τάφω» τους ντόπιους Σλαβομακεδόνες γράφοντας: «Αυτοί εδώ οι χωριάτες, δε θέλουν νάναι μήτε “Μπουλγκάρ”, μήτε “Σρρπ”, μήτε “Γκρρτς”. Μοναχά “Μακεντόν ορτοντόξ”»

Κανέναν δεν ενοχλούσε, κανέναν δεν απειλούσε.

Τον Απρίλιο του 1992 η σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον Καραμανλή, αρνείται το πακέτο Πινέιρο, που μετά από χρόνια παρακαλούσαμε στην ουσία να αναβιώσουμε, καταφέρνοντας παράλληλα τη μεταφορά του ζητήματος από το οικείο και βολικό για μας Ευρωπαϊκό περιβάλλον, στο ανεξέλεγκτο και χαοτικό περιβάλλον του ΟΗΕ. 

Την ώρα που η Ελληνική πολιτική αυτοπαγιδεύεται και αιχμαλωτίζεται στο Μακεδονικό, η Τουρκία αξιοποιεί στο έπακρο την ευκαιρία να απλώσει την επιρροή της κατά μήκος των βορείων συνόρων μας.

Ανενόχλητη η Άγκυρα εγκαθιστά σε Σόφια, Σκόπια και Τίρανα τον βόρειο βραχίονα του ισλαμικού τόξου, μέσω συμφώνων στρατιωτικής συνεργασίας ή εμπορικών, οικονομικών και πολιτικών σχέσεων.

Την ώρα που η Τουρκία ενισχύει εντυπωσιακά την επιρροή της στο βαλκανικό χώρο, η Ελληνική κυβέρνηση καταστρέφει συστηματικά τις σχέσεις της με όλους τους γείτονες.

Χαρακτηριστική η αντίδραση της Αθήνας, μετά την αναγνώριση της FYROM ως Μακεδονία από τη Σόφια.

Η απειλή μας για μπλοκάρισμα των σχέσεων με την Κοινότητα, οδηγεί τους γείτονές μας στις Βρυξέλλες μέσω… Άγκυρας.

Τα βάλαμε και με την Ρωσία για τον ίδιο λόγο.

Ο κ. Αβραμόπουλος, ως εκπρόσωπος του ΥΠ.ΕΞ., κατηγορεί τον πρόεδρο Γιέλτσιν «ότι ξεπέρασε και αυτούς ακόμη τους προπαγανδιστές των Σκοπίων».

Στη μέθη του έπους που έγραφαν, έχασαν την αίσθηση του μέτρου και βυθίστηκαν στο γελοίο, δίχως καν να το καταλάβουν.

Την ίδια στιγμή, μετατρέπουμε τα Σκόπια σε εχθρό – όταν μόνο σε εμάς προσέβλεπαν – δεδομένου ότι Αλβανία, Σερβία και Βουλγαρία τους επιβουλεύονταν.

Και βέβαια βοηθήσαμε ανέλπιστα τον μειοψηφικό αλυτρωτικό πυρήνα να εδραιωθεί και να εμποτίσει όχι μόνο με τις ιδέες του, αλλά και με το αίσθημα της αδικίας και της  πληγωμένης εθνικής αξιοπρέπειας, μια ολόκληρη γενιά – αυτή που είναι σήμερα στα πράγματα.

Στα καθ’ ημάς ο λαϊκισμός, η πατριδοκαπηλία, ο εθνικισμός κτίζουν πολιτικές καριέρες.

Δίνουν ισχύ και επιρροή σε ιεράρχες, στήνουν κόμματα, αναδεικνύουν Πρωθυπουργούς.

Δημιουργούν ή πολλαπλασιάζουν περιουσίες (ιδιαιτέρως στην περίοδο του εμπάργκο).

Με τι αντίτιμο;

Την απόλυτη ήττα και την απομόνωση της χώρας από όλους.

Κατασπαταλήσαμε το διπλωματικό και πολιτικό κεφαλαίο της χώρας, για ένα θέμα που ποτέ κανένας τρίτος δεν κατάλαβε.

Σήμερα, 26 χρόνια μετά, το θέμα ξανάνοιξε.

Γιατί άραγε τώρα;

Πρώτον, γιατί ΟΗΕ, ΝΑΤΟ και ΕΕ επείγονται να σταθεροποιήσουν τα συνεχώς υπό απειλή ανάφλεξης Δ. Βαλκάνια.

Η συνεχής προσπάθεια αύξησης επιρροής από πλευράς της Ρωσίας πρέπει να ελεγχθεί.

Το ίδιο ισχύει και για την όλο και πιο απρόβλεπτη Τουρκία, η οποία δια του ισλαμικού τόξου, επιχειρεί σταθερά και μεθοδικά να διεισδύσει με όρους περιφερειακής ηγεμονίας στην περιοχή.

Η διαρκής απειλή τέλος της Μεγάλης Αλβανίας, με ό,τι συμβαίνει και στο Κόσσοβο, αποτελεί έναν υπαρκτό κίνδυνο.

Επομένως, η σταθεροποίηση και θωράκιση του ευθραύστου κρίκου FYROM – με το υπαρκτό πρόβλημα της μεγάλης αλβανικής μειονότητας στην περιοχή του Τετόβου – μπορεί να γίνει μόνο με την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την προοπτική της Ε.Ε.

Και δεύτερον, γιατί η τωρινή συγκυρία με τον σοσιαλδημοκράτη Ζάεφ Πρωθυπουργό, τους αλβανόφωνους στην κυβέρνηση, τους σκληρούς εθνικιστές του VMRO στην αντιπολίτευση και τον σκληροπυρηνικό Γκρούεφσκι τσαλακωμένο από τα σκάνδαλα διαφθοράς και κακοδιαχείρισης, αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία συμβιβασμού.

Αν ο Ζάεφ καταφέρει να διαχειριστεί τα δικά του αδιέξοδα και οι ανυποχώρητοι είμαστε πάλι εμείς, είναι μαθηματικά βέβαιο πως η ένταξή τους στο ΝΑΤΟ θα γίνει, αφού οι Σύμμαχοί μας θα υποχρεωθούν να μας παρακάμψουν.

Κι αυτό είναι το καλό σενάριο.

Το κακό σενάριο είναι να ενεργοποιηθεί το εθνοτικό ρήγμα μεταξύ αλβανόφωνων και σλαβόφωνων.

Οι συνέπειες για εμάς απρόβλεπτες.

Είτε αυτό σημαίνει αλλαγή συνόρων με το αλβανόφωνο κομμάτι να προσκολλάται στην Αλβανία και το υπόλοιπο στην Βουλγαρία, είτε έναν πιθανό εμφύλιο, με την εμπλοκή όλων των γειτόνων πια, και εμείς να γινόμαστε η βασική χώρα υποδοχής προσφύγων πέραν των άλλων.

Η εθνική μας τύφλωση δεν μας επιτρέπει να δούμε πως για όλους τους παραπάνω λόγους, οι επισπεύδοντες για την σταθεροποίηση της FYROM θα έπρεπε να είμαστε εμείς.

To πολιτικό προσωπικό της χώρας οφείλει να συνεννοηθεί μεταξύ του, υπερβαίνοντας τις μικροκομματικές αντιπαλότητες, προκειμένου μέσω ενός ειλικρινούς, αμοιβαία επωφελούς συμβιβασμού, να επιτύχει μια δίκαιη και βιώσιμη λύση.

Φίλες και φίλοι.

Ο Ζακ Ντελόρ συνήθιζε να λέει πως χρέος του πολιτικού είναι να υποστηρίζει αυτό που πιστεύει, κόντρα στο ρεύμα.

Πως αντί να χαϊδεύει αυτιά, πρέπει να ανοίγει δρόμους, πείθοντας τους πολίτες να τον ακολουθούν.

Όλοι αυτοί που αφρόνως χαϊδεύουν τα αυτιά των εύπιστων πολιτών, υιοθετώντας το «Οργή λαού…», δεν καταλαβαίνουν πως συνομολογούν ότι η πολιτική και με «-η» και με «-οι» είναι άχρηστοι.

Άλλη μια φορά, ο ορθός λόγος ή η απουσία του τέμνουν οριζόντια πολιτικούς και κοινωνία.

Το «Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο» έδωσε τη θέση του στο «ΣΥΡΙΖΑ – αντιΣΥΡΙΖΑ».

Όσο κι αν οι πληγές ως πρόσφατες, είναι νωπές, ο τιμωρητισμός, τα πείσματα και ο ετεροπροσδιορισμός δεν αποτελούν στοιχεία πολιτικής.

Οι ψευδεπίγραφοι διχασμοί των «μένουμε – φεύγουμε Ευρώπη», του «Ή εμείς ή αυτοί», αρκετά μας έχουν κοστίσει.

Οι προοδευτικές δυνάμεις είναι καιρός να βοηθήσουν στην απομάκρυνση της χώρας, από τον πολιτικό επαρχιωτισμό που την διακρίνει, δείχνοντας προς το μεγάλο κάδρο, που δεν είναι παρά οι προσπάθειες ανασύνταξης – ανασχεδιασμού της Ενωμένης Ευρώπης.

Εκεί πρέπει να είμαστε παρόντες.

Η εθνική συνεννόηση, επιτέλους, στα μεγάλα και στα μικρά, είναι αναγκαία προϋπόθεση εξόδου από την τοξικότητα, που χαρακτηρίζει τη δημόσια ζωή.

Στα δε, εθνικά θέματα επιβάλλεται.

Στην πρόσφατη ταινία “H πιο σκοτεινή ώρα» δια στόματος Γκάρυ Όλντμαν, ο Τσώρτσιλ φέρεται να λέει: « Όποιος δεν αλλάζει γνώμη, δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα».

Και αυτό μας αφορά όλους.

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook