Στις 13 Σεπτεμβρίου ξεκινά η μεγάλη καταστροφή της Σμύρνης με την έναρξη της μεγάλης πυρκαγιάς η οποία κατέκαψε την πόλη.

Ο αριθμός των θυμάτων από την μεγάλη πυρκαγιά και τις σφαγές που ακολούθησαν δεν διευκρινίστηκε ποτέ.

Εκτιμάται πάντως πως ήταν μεταξύ 10.000 με 100.000 πολιτών Ελλήνων και Αρμενίων. Αποτέλεσμα της αφόρητης κατάστασης ήταν εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων και Αρμενίων να καταφύγουν  στο λιμάνι παραμένοντας εκεί για δύο περίπου εβδομάδες κάτω από αφόρητες συνθήκες την ίδια στιγμή που Τουρκικά στρατεύματα και άτακτοι προχωρούσαν σε σφαγές.

«…Το βράδυ της μέρας που ξέσπασε η πυρκαγιά, είχα βγει από το σπίτι μου, που βρισκόταν σ’ ένα δρόμο κάθετο στην οδό Χατζηστάμου πήγα στην οδό αυτή, για να πληροφορηθώ τι συνέβαινε. Πρέπει να σημειωθεί πως η πυρκαγιά δεν είχε ακόμα εξαπλωθεί σ’ αυτή τη συνοικία. Εκεί συνάντησα μια ομάδα διακοσίων-τριακοσίων οπλισμένων Τούρκων. Αφού τους είπα ότι ήμουν Γάλ λος, τους ρώτησα τι έψαχναν. Μου απάντησαν απαθέστατα πως είχαν οδηγίες να ανατινάξουν και να κάψουν τα σπίτια της συνοικίας. Προσπάθησα τότε να τους μεταπείσω, αλλά μου απάντησαν: «Είναι ανώφελο, φύγετε, φύγετε!» Και πράγματι, λίγο χρόνο αφότου εγκατέλειψα το σπίτι μου, οι εμπρηστικές βόμβες άρχισαν να πέφτουν βροχή επάνω του…».Jubert- Αυτόπτης μάρτυρας, γάλλος υπάλληλος τραπέζης.

Mε τον όρο καταστροφή της Σμύρνης αναφέρονται τα γεγονότα της σφαγής του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού της Σμύρνης από τους Τούρκους, καθώς και της πυρπόλησης της πόλης, που συνέβησαν τον Σεπτέμβριο του 1922. Η καταστροφή αυτή άρχισε 7 ημέρες μετά την αποχώρηση και του τελευταίου ελληνικού στρατιωτικού τμήματος από τη Μικρά Ασία και μετά την είσοδο του τουρκικού στρατού, του ιδίου του Μουσταφά Κεμάλ και των ατάκτων του στην πόλη.

Η φωτιά εκδηλώθηκε αρχικά στην αρμενική συνοικία και συγκεκριμένα από την ανατίναξη της Αρμενικής Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, όπου είχαν καταφύγει τα γυναικόπαιδα και πολιορκούντο από τους Τούρκους. Την πολιορκία την έσπασε με το ασκέρι του ο Έλληνας καπετάνιος Σιδερής (Ισίδωρος) Πανταζόπουλος, που επί πολλά έτη πολεμούσε τους άτακτους Τσέτες ληστές στα γύρω βουνά. Οι Έλληνες μπήκαν μέσα στην εκκλησία και έδωσαν νερό και τρόφιμα στους πολιορκημένους, όμως, οι πολυπληθέστεροι Τούρκοι γρήγορα ανασυντάχθηκαν και παίρνοντας πυρίτιδα από γειτονική πυριταδαποθήκη, περικύκλωσαν και πάλι την εκκλησία και την ανατίναξαν.

Με τη βοήθεια του ευνοϊκού για τους Τούρκους ανέμου (που έπνεε αντίθετα από την τουρκική συνοικία) και της βενζίνης με την οποία οι Τούρκοι ράντιζαν τα σπίτια, η φωτιά κατέκαψε όλη την πόλη, εκτός από τη μουσουλμανική και την εβραϊκή συνοικία καιδιήρκεσε από τις 13 έως τις 17 Σεπτεμβρίου του 1922 (31 Αυγούστου έως 4 Σεπτεμβρίου με το παλαιό ημερολόγιο).

Οι πρόσφυγες του ’22 στα Χανιά

Στα Χανιά εγκαταστάθηκαν πριν το 1922 περίπου 850 οικογένειες από τη Μ. Ασία και τα Δωδεκάνησα για τη στέγαση των οποίων επιτάχθηκαν 33 ιδιωτικά κτίρια», γράφει σε σχετικό με την έκθεση κείμενό του ο ιστορικός Νίκος Ανδριώτης.

«Στις αρχές Αυγούστου του 1922 έφθασαν οι πρώτοι πρόσφυγες από τον Πόντο. Στο τέλος Σεπτεμβρίου στα Χανιά βρίσκονταν 17.000 πρόσφυγες οι οποίοι στεγάστηκαν σε δημόσια και ιδιωτικά κενά κτίρια, ενώ μέρος τους μεταφέρθηκε σε χωριά του νομού. Καθώς ο αριθμός τους ήταν μεγάλος για τις δυνατότητες του τόπου, αναχώρησαν σταδιακά είτε για το Ηράκλειο είτε για άλλα μέρη της Ελλάδας.

Στην απογραφή του 1923 απογράφηκαν στο νομό Χανίων 11.021 πρόσφυγες από τους οποίους οι 9.052 στην πόλη των Χανίων. Κατά το πρώτο διάστημα σημαντικός αριθμός προσφύγων εγκαταστάθηκε προσωρινά σε οικισμούς κοντά στα Χανιά, όπως στη Σούδα, τον Αλικιανό, το Καστέλλι Κισσάμου και το Μάλεμε. Στα τέλη του 1925 αναφέρονται περίπου 10.000 πρόσφυγες στο νομό Χανίων. Στην απογραφή του 1928 απογράφηκαν 8.246 πρόσφυγες, από τους οποίους οι 6.925 στην πόλη των Χανίων και 772 στους πλησιόχωρους οικισμούς της επαρχίας Κυδωνίας. Οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 21,5% του συνολικού πληθυσμού της πόλης των Χανίων το 1928. Επίσης απογράφηκαν 262 πρόσφυγες στη Σούδα και 151 στα Τσικαλαριά.

Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως, τον Δεκέμβριο του 1925 στο νομό Χανίων ο «αστικός» πληθυσμός ανερχόταν σε 1.450 οικογένειες (5.892 άτομα) και ο «γεωργικός» σε 1.050 (4.108 άτομα).

Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στα Χανιά προέρχονταν από οικισμούς της δυτικής Μικράς Ασίας, όπως τα Βουρλά, τα Αλάτσατα, η Σμύρνη, το Αϊδίνι και το Μελί».

Η εγκατάσταση των προσφύγων στο νομό Ηρακλείου

«Στο Ηράκλειο πριν το 1922 βρέθηκαν 1.462 οικογένειες από τη Μ. Ασία και τα Δωδεκάνησα που στεγάστηκαν, κυρίως, στα στρατιωτικά παραπήγματα των τειχών» αναφέρει ο δρ Ιστορίας κ. Νίκος Ανδριώτης, σε σχετικό με την έκθεση κείμενό του.

«Αμέσως μετά τη Μικρασιατική καταστροφή έφθασαν στην πόλη πολλοί πρόσφυγες – στις 12 Οκτωβρίου καταμετρήθηκαν 16.000. Γι’ αυτό οι Αρχές κατά τη διάρκεια του 1923 μετακίνησαν πρόσφυγες –σε ορισμένες περιπτώσεις αναγκαστικά– στο Γάζι και το Αρκαλοχώρι και στη συνέχεια σε οικισμούς των επαρχιών Πεδιάδας και Μονοφατσίου οι οποίοι κατοικούνταν πριν από Μουσουλμάνους.

»Στην απογραφή του 1923 απογράφηκαν στο νομό Ηρακλείου 13.111 πρόσφυγες από τους οποίους οι 10.982 στην πόλη του Ηρακλείου και αρκετοί στις πλησιόχωρες επαρχίες Μαλεβιζίου, Τεμένους και Πεδιάδας. Σημαντικός αριθμός προσφύγων εγκαταστάθηκε προσωρινά κατά το πρώτο διάστημα σε οικισμούς κοντά στο Ηράκλειο, όπως στις Δαφνές, τις Αρχάνες, τον Άγιο Μύρωνα και τα Καλέσα. Στα τέλη του 1925 αναφέρονται 15.400 πρόσφυγες στο νομό Ηρακλείου. Το 1928 απογράφηκαν στο νομό 19.593 πρόσφυγες, από τους οποίους οι 14.069 στην πόλη του Ηρακλείου. Οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 35,9% του πληθυσμού της πόλης το 1928. Σχεδόν οι μισοί από τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη (το 45%) απογράφηκαν στο Ηράκλειο (δήμος Ηρακλείου και Νέα Αλικαρνασσός). Οι καλύτερες προϋποθέσεις για αποκατάσταση στα περίχωρα του Ηρακλείου και κυρίως στην επαρχία Μονοφατσίου, όπου αποκαταστάθηκε το μεγαλύτερο μέρος όσων προσφύγων εγκαταστάθηκαν στην ύπαιθρο της Κρήτης, δικαιολογούν την αύξηση του αριθμού των προσφύγων στο νομό Ηρακλείου στην απογραφή του 1928.

»Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως, τον Δεκέμβριο του 1925 στο νομό Ηρακλείου ο «αστικός» πληθυσμός ανερχόταν σε 2.567 οικογένειες (9.401 άτομα) και ο «γεωργικός» σε 1.283 (5.999 άτομα).

Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο Ηράκλειο προέρχονταν κατά 90% από το βιλαέτι της Σμύρνης, κατά κύριο λόγο από τους οικισμούς Βουρλά, Σμύρνη, Αλάτσατα, Νύμφαιο, Τσεσμέ, Φώκαια, Αϊδίνι, καθώς και από την Αλικαρνασσό».

archaiologia.gr

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook