Οι δύο περιπτώσεις επιβεβαιωμένων κρουσμάτων κορωνοϊού στα Χανιά που ταλαιπώρησαν και δημιούργησαν καχυποψία.

Τα δύο τελευταία κρούσματα κορωνοϊού στα Χανιά, ενός 87χρονου και ενός 76χρονου, είχαν ακριβώς την ίδια αφετηρία και την ιδια ακριβώς εξέλιξη και κατάληξη. Αμφότερα γνωματεύθησαν “θετικά” στο πρώτο τους δείγμα και “αρνητικά” στο δεύτερο τους δείγμα και σε ό,τι αφορά τον 87χρονο, και στο τρίτο δείγμα (εκκρεμή το τρίτο του 76χρονου).

Το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει πολλά σχόλια στον κόσμο των Χανίων, πολλή κριτική στα Μέσα Κοινωνικής δικτύωσης και προκάλεσε πολύ συνωμοσιολογική κουβέντα, πολλές φορές με αποδέκτες τα ίδια τα ΜΜΕ,  που αποτελούν απλώς δέκτη (από την πηγή) και πομπό (προς τους αναγνώστες της είδησης).

Λογικό, εν μέρει, γιατί ο κόσμος έχει μπει στη διαδικασία να φοβάται τα πάντα, δεν θέλει να τρομοκρατείται (τώρα ειδικά που εισέρχεται σε μια κανονικότητα) και εν πάση περιπτώσει, έχει βαρεθεί όλο αυτό που γίνεται…

Επί της ουσίας… κι όμως υπάρχει εξήγηση για αυτές τις διαφοροποιήσεις των τεστ και μάλιστα επιστημονική.

Ποιε είναι οι αιτίες της ανακρίβειας

Πρώτον, μπορεί να μη γίνει σωστά η συλλογή του δείγματος από τη μύτη ή τον φάρυγγα ενός ανθρώπου και έτσι να μην υπάρχει στο δείγμα αρκετό γενετικό υλικό του κορονοϊού, ώστε το τεστ να είναι ακριβές. Μερικοί άνθρωποι νιώθουν άβολα κατά τη λήψη του δείγματος, καθώς το όργανο λήψης, σαν μία μακριά μπατονέτα, πρέπει να μπαίνει βαθιά και να στριφογυρίζει μερικές φορές, με αποτέλεσμα το τεστ να μη γίνεται πάντα με τον σωστό τρόπο, ιδίως αν ο λήπτης του δείγματος δεν είναι έμπειρος.

Δεύτερον, το τεστ μπορεί να γίνει πολύ νωρίς, σε πρόωρο στάδιο της λοίμωξης, οπότε δεν υπάρχει αρκετό ιικό φορτίο σε έναν άνθρωπο, ή αντίστροφα το τεστ μπορεί να γίνει αργά, όταν πια ο ιός έχει κατέβει από το ανώτερο στο κατώτερο αναπνευστικό σύστημα, οπότε ίσως δεν είναι δυνατό να ανιχνευθεί στη μύτη ή στον φάρυγγα, καθώς ο ιός δεν βρίσκεται κατ’ ανάγκη παντού στο σώμα.

Τρίτον, μπορεί να διαρκέσει υπερβολικά πολύ η μεταφορά του δείγματος μέχρι το εργαστήριο ή να μη γίνει σωστά η επεξεργασία του δείγματος στο εργαστήριο ή το τελευταίο να κάνει λάθος στην ταξινόμηση ενός δείγματος (το Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ παραδέχθηκε ένα τέτοιο αντίστροφο σφάλμα εμφάνισης ενός αρνητικού δείγματος ως θετικό).

Σύμφωνα με το Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ, «η μοριακή μέθοδος είναι η πιο αξιόπιστη που διαθέτουμε σήμερα για τη διάγνωση του νέου κορονοϊού. Όμως, η μοριακή εξέταση, όπως και κάθε εξέταση, έχει αδυναμίες. Για παράδειγμα, η μοριακή μέθοδος μπορεί να είναι αρνητική σε άτομα χωρίς εμφανή συμπτώματα που έχουν, ωστόσο, μολυνθεί από τον ιό και ενδεχομένως να αναπτύξουν τη νόσο ύστερα από κάποιες μέρες. Επιπλέον, οι μοριακές εξετάσεις μάς δείχνουν αν κάποιος έχει τον ιό τώρα, αλλά δεν μπορούν να μας δείξουν αν κάποιος νόσησε στο παρελθόν. Αν, για παράδειγμα, κάποιος είχε βήχα και πυρετό από τον κορονοϊό πριν από δύο εβδομάδες, μπορεί η μοριακή εξέτασή του να είναι αρνητική».

Ακόμη μεγαλύτερα αβεβαιότητα, από ό,τι για τα μοριακά, υπάρχει για τα υπό ανάπτυξη ορολογικά τεστ αντισωμάτων. Οι επιστήμονες δεν είναι ακόμη σίγουροι πόσο καλά θα δουλέψουν.

Συνεπώς, ακόμα και στα πιο εξελιγμένα τεσ τίποτα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως δεδομένο… 

Σαφής και η άποψη του καθηγητή Ιατρικής του Πανεπιστημίου Yale των ΗΠΑ δρ Χάρλαν Κρούμχολτς. «Αν πιθανώς έχετε εκτεθεί στον ιό και έχετε συμπτώματα που παραπέμπουν στη νόσο Covid-19, ίσως την έχετε, ακόμη κι αν το τεστ σας είναι αρνητικό», σημείωσε. Από την άλλη πλευρά, τόνισε ότι αν κάποιος βγει θετικός σε ένα τεστ, «είναι σχεδόν σίγουρο ότι έχει τη λοίμωξη».

Για αυτό και τα περιστατικά των ηλικιωμένων στα Χανιά έχουν προστεθεί στα επιβεβαιωμένα κρούσματα (σύνολο 18 στην Κρήτη), παρόλο που το δεύτερο δείγμα τους απεδείχθη “αρνητικό”.

Mε πληροφορίες από ΑΠΕ ΜΠΕ

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook