Η αύξηση της συμμετοχής των πατέρων στην καθημερινή ζωή των παιδιών τους (Westphal, Poortman, & Van der Lippe, 2014) και του αριθμού των εργαζόμενων μητέρων κατά τα τελευταία χρόνια (Hook, 2006), καθώς και τα κινήματα δικαιωμάτων των πατέρων, οι οποίοι αγωνίζονται για πιο ίσες ευθύνες παιδικής μέριμνας μετά τον χωρισμό ή το διαζύγιο (Spruijt & Duindam, 2009), συντέλεσαν στην αναθεώρηση των νόμων σχετικά με τις ρυθμίσεις της επιμέλειας (Juby, Le Bourdais, & Marcil-Gratton, 2005), σε αρκετές δυτικές χώρες, υπογραμμίζοντας τη σημασία της συνεχιζόμενης συμμετοχής των γονέων.

Η συνεπιμέλεια αναφέρεται στη ρύθμιση που περιλαμβάνει την από κοινού νομική και/ή φυσική επιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο των γονέων (Bender, 1994). Ο όρος κοινή φυσική επιμέλεια (JPC) σημαίνει ότι ένα παιδί ζει εναλλακτικά και εξίσου το ίδιο και με τους δύο γονείς, μετακινούμενο μεταξύ των αντίστοιχων σπιτιών τους (Melli, Brown, 2008; Spruijt, Duindam, 2009). Ενώ η νομική συνεπιμέλεια προβλέπει μόνο την κοινή λήψη αποφάσεων από τους γονείς σε θέματα που αφορούν τα παιδιά τους, καθώς και τη συνεχή και ενεργό εμπλοκή του γονέα, που δεν διαμένει με το παιδί στη ζωή του, ακόμη και εάν αυτό διαμένει με τον άλλο γονέα.

Παράγοντες,  όπως ο αριθμός των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, η οικογενειακή νομοθεσία και οι πολιτιστικές απόψεις σχετικά με τους ρόλους των φύλων, αναφορικά με τη γονιμότητα αποτελούν κάποιες από τις αιτίες στις οποίες αποδίδονται  οι διακρατικές διαφορές στα έντυπα, όσον αφορά  την επιμέλεια μετά το χωρισμό (Kelly, 2007).

Στο Ουισκόνσιν των ΗΠΑ, το ποσοστό των διαζευγμένων γονέων που είχαν ένα κοινό πρόγραμμα γονικής μέριμνας αυξήθηκε από περίπου 12% το 1989, σε περίπου 50% το 2010, 40% στο Βέλγιο και τη Σουηδία, περίπου 30% στη Νορβηγία, περίπου 20% στη Δανία, 40% (Κεμπέκ) στον Καναδά, 16% στην Αυστραλία,  15% στην Ισπανία και 12% στο Ηνωμένο Βασίλειο (Steinbach, 2019).

Αξιοσημείωτο είναι ωστόσο, ότι κανένας από τους νέους νομικούς κανονισμούς σχετικά με τις ρυθμίσεις διαμονής δεν καθιστά υποχρεωτική την κοινή φυσική επιμέλεια, αλλά υποχρεώνει τα δικαστήρια να εξετάσουν σοβαρά αυτήν τη ρύθμιση, εάν το ζητήσουν ένας ή και οι δύο γονείς.  Έτσι, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο πιο κοινός κανονισμός για την κοινή  διαβίωση των παιδιών με χωρισμένους γονείς εξακολουθεί να είναι η  μονογονεϊκή φροντίδα (Bjarnason,  Arnarsson, 2011).

Επιπτώσεις της κοινής φυσικής επιμέλειας στην ευημερία των παιδιών

Υπάρχει σε μεγάλο βαθμό συναίνεση μεταξύ των ερευνητών, των επαγγελματιών και των νομικών ότι οι ρυθμίσεις κοινής φυσικής επιμέλειας μετά τον γονικό χωρισμό ή το διαζύγιο ωφελούν τα περισσότερα παιδιά, εάν οι γονείς συνεργάζονται και έχουν χαμηλά επίπεδα σύγκρουσης (Amato, 2010; Ha¨rko¨nen, Bernardi, & Boertien, 2017).

Ωστόσο, υπάρχει διαφωνία σχετικά με την επίδραση της κοινής φυσικής επιμέλειας των παιδιών, εάν οι γονείς δεν συνεργάζονται ή έχουν συνεχιζόμενες συγκρούσεις. Από τη μία πλευρά, οι υποστηρικτές της κοινής φυσικής επιμέλειας θεωρούν ότι η εν λόγω ρύθμιση λειτουργεί πάντα προς το καλύτερο συμφέρον του παιδιού (Kruk, 2012; Warshak, 2014), ακόμα και στην περίπτωση, που οι χωρισμένοι ή διαζευγμένοι γονείς έχουν συνεχιζόμενες συγκρούσεις. Από την άλλη πλευρά, υποστηρίζεται ότι η συνεχιζόμενη γονική σύγκρουση είναι εξαιρετικά επιζήμια για την ευημερία των παιδιών (Emery, 2016; McIntosh, Pruett, & Kelly, 2014; Pruett, McIntosh , & Kelly, 2014), εφόσον τα εκθέτει σε ασυνεπή γονική μέριμνα και μερικές φορές οδηγεί στην  υπονόμευση του ενός γονέα από τον άλλο (Kalmijn, 2016; Vanassche, Sodermans, Matthijs, & Swicegood, 2013).

Αναφορικά με τα πιο πρόσφατα αποτελέσματα των εμπειρικών μελετών η κοινή φυσική επιμέλεια μετά το γονικό χωρισμό ή το διαζύγιο έχει ουδέτερη έως θετική επίδραση στην ευημερία των παιδιών.

Αρκετές μελέτες, οι οποίες εστίασαν στην ψυχική υγεία ως μέτρο της ευημερίας του παιδιού, έδειξαν ότι τα παιδιά σε πυρηνικές οικογένειες  παρουσίασαν χαμηλότερους δείκτες  σε σχέση με τα παιδιά  χωρισμένων ή διαζευγμένων γονέων, αλλά ότι τα παιδιά σε ρυθμίσεις κοινής φυσικής επιμέλειας παρουσίασαν χαμηλότερους δείκτες σε σχέση με τα παιδιά σε ρυθμίσεις αποκλειστικής επιμέλειας (Bergstro¨m, Fransson, Hjern, Ko¨hler, & Wallby, 2014; Bergstro¨m, Fransson, Wells, Ko¨hler, & Hjern, 2018; Bergstro¨m et al., 2015; Fransson, Turunen, Hjern, O¨ stberg, & Bergstro¨m, 2016; Hagquist, 2016; Jablonska & Lindberg, 2007; Nilsen , Breivik, Wold, & Bøe, 2017).

Σύμφωνα με μια άλλη σουηδική μελέτη (ULF) διαπιστώθηκε μια σημαντικά χαμηλότερη πιθανότητα υποκειμενικού στρες στα παιδιά που ζουν σε ρυθμίσεις κοινής φυσικής επιμέλειας σε σύγκριση με τα παιδιά που ζουν υπό την αποκλειστική επιμέλεια (Turunen, 2016). Επιπλέον, οι Bjarnason & Arnarsson (2011) και Bjarnason et al. (2012) διαπίστωσαν ότι τα παιδιά σε ρυθμίσεις κοινής φυσικής επιμέλειας έχουν ίσα ή λιγότερα προβλήματα στην επικοινωνία με τους γονείς τους, καθώς και ίσα ή υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή σε σχέση με τα παιδιά από μονογονεϊκές οικογένειες.

Άλλες σουηδικές μελέτες, οι οποίες εστίασαν στην επικίνδυνη συμπεριφορά (αλκοόλ, παράνομες ουσίες, κάπνισμα) κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι έφηβοι που ζούσαν υπό το καθεστώς της κοινής φυσικής επιμέλειας δεν είχαν ή είχαν ελαφρώς υψηλότερα ποσοστά επικίνδυνης συμπεριφοράς σε σύγκριση με τους εφήβους από πυρηνικές οικογένειες, αλλά σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά από εκείνους που προέρχονταν από μονογονεϊκές οικογένειες (Carlsund, Eriksson, Lo¨fstedt, & Sellstro¨m, 2013; Jablonska & Lindberg, 2007).

Σύμφωνα με την μετα – ανάλυση του Bauserman, (2012), τα παιδιά υπό το καθεστώς της κοινής επιμέλειας παρουσιάζουν καλύτερη προσαρμογή (γενική προσαρμογή, συναισθηματική προσαρμογή, προσαρμογή συμπεριφοράς, αυτοεκτίμηση, οικογενειακές σχέσεις, ακαδημαϊκές επιδόσεις και προσαρμογή  στο διαζύγιο), σε σχέση με  τα παιδιά υπό το καθεστώς της αποκλειστικής (κυρίως μητρικής) επιμέλειας.

Ο Poortman  (2018) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σχέση μεταξύ της επαφής πατέρα-παιδιού και της ευημερίας του παιδιού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συμμετοχή των πατέρων στην ανατροφή των παιδιών πριν από το χωρισμό.

Γενικότερα, η διαμάχη σχετικά με το κατά πόσο η κοινή φυσική επιμέλεια θεωρείται υπό όλες τις συνθήκες η καλύτερη ρύθμιση επιμέλειας ή όχι, αντικατοπτρίζεται σε αντιφατικά εμπειρικά αποτελέσματα.

Ορισμένες μελέτες αποκάλυψαν καμία ή μόνο μια ελάχιστη  αρνητική επίδραση της σύγκρουσης στην ευημερία των παιδιών σε ρυθμίσεις κοινής  φυσικής επιμέλειας (Spruijt & Duindam, 2009), ενώ άλλες διαπίστωσαν ότι η σύγκρουση αυξάνει την πιθανότητα αρνητικών αποτελεσμάτων για τα παιδιά (Cashmore et al., 2010; McIntosh, 2009; Vanassche et al., 2013).

Όμοια, οι Sobolewski και Amato (2007), οι Kalmijn (2016) και οι Vanassche et al. (2013) έδειξαν ότι τα ενήλικα παιδιά που μεγάλωσαν σε οικογένειες με υψηλή σύγκρουση ή τα παιδιά από διαζευγμένους γονείς  δεν είχαν υψηλότερη ευημερία, όταν είχαν στενές σχέσεις και με τους δύο γονείς, σε σύγκριση με εκείνους που είχαν μόνο θετική σχέση με έναν γονέα.

Αρκετές άλλες μελέτες επιβεβαίωσαν ότι δεν είναι ο συνολικός χρόνος που αφιερώνεται με το παιδί, ο οποίος σχετίζεται με καλύτερα αποτελέσματα, αλλά η ποιότητα της γονικής μέριμνας (Hagquist, 2016; Sandler, Wheeler, & Braver, 2013; Spruijt, de Goede, & Vandervalk, 2004).

Η ηλικία του παιδιού αποτελεί ακόμη ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα αναφορικά με την επιλογή της λιγότερο επιζήμιας ρύθμισης της επιμέλειας. Οι υποστηρικτές της κοινής φυσικής επιμέλειας διατείνονται ότι η προσκόλληση του βρέφους – πατέρα είναι εξίσου σημαντική για το παιδί, όπως και η προσκόλληση βρέφους-μητέρας. Έτσι, τονίζουν την υψηλή σημασία της συνέχειας και στις δύο σχέσεις για την κοινωνική, συναισθηματική, προσωπική και γνωστική ανάπτυξη του παιδιού (Kelly & Lamb, 2000; Kruk, 2005; Warshak, 2014; McIntosh, Smyth, & Kelaher, 2015).

Από την άλλη πλευρά, άλλες έρευνες αποκάλυψαν ότι οι συχνές διανυκτερεύσεις πολύ μικρών παιδιών σε δύο σπίτια σχετίζονται με ανασφάλεια προσκόλλησης και λιγότερο ρυθμισμένες συμπεριφορές (McIntosh, Smyth, & Kelaher, 2013; Tornello et al., 2013).

Ο καλύτερος κύκλος φροντίδας, ανάλογα με την ηλικία του παιδιού αποτελεί ένα επιπρόσθετο ζήτημα διαμάχης ανάμεσα στους ειδικούς, εφόσον κάποιοι  υποστηρίζουν ότι είναι πολύ αγχωτικό για τα βρέφη και τα νήπια να εναλλάσσονται μεταξύ δύο σπιτιών (Tornello et al., 2013), ενώ άλλοι θεωρούν ότι ακόμη και τα βρέφη και νήπια μπορούν να ζήσουν σε ρυθμίσεις κοινής φυσικής επιμέλειας (Millar & Kruk, 2014). Συνήθως, τα παιδιά προσχολικής ηλικίας μπορεί να εναλλάσσουν σπίτια κάθε 3-4 ημέρες, στην ηλικία των οκτώ, κάθε 5 έως 7 ημέρες (Kelly & Lamb, 2000), ενώ οι έφηβοι τείνουν να ενοχλούνται από αυτή την εναλλαγή, εφόσον διαταράσσει την  κοινωνική τους ζωή.

Συνολικά, υπάρχουν αρκετές σχεσιακές και διαρθρωτικές συνθήκες που φαίνεται να ευνοούν τις ευεργετικές ρυθμίσεις κοινής φυσικής επιμέλειας (Gilmore, 2006:26), όπως η γεωγραφική εγγύτητα, η ικανότητα των γονέων να συνεργάζονται χωρίς (υψηλή) σύγκρουση, οι φιλικές προς την οικογένεια ώρες εργασίας, ο βαθμός οικονομικής ανεξαρτησίας, η ευελιξία και ο υψηλός βαθμός ανταπόκρισης στις ανάγκες των παιδιών, συμπεριλαμβανομένης της προθυμίας για αλλαγή των ρυθμίσεων για την κάλυψη των μεταβαλλόμενων αναγκών των παιδιών, καθώς μεγαλώνουν (Cashmore et al., 2010; Fehlberg et al., 2011b; Gilmore, 2006; Skjørten & Barlindhaug, 2007).

Διαστάσεις του γονικού ρόλου  των πατέρων σε διαφορετικές οικογενειακές δομές και η ευημερία των παιδιών

Σύμφωνα με τους Thomson et al. (1994), οι γονείς προσφέρουν στα παιδιά τους δύο βασικούς πόρους, χρήματα και χρόνο. Ο χρόνος δίνει στους γονείς την ευκαιρία να επιδείξουν υποστήριξη (αγάπη και ζεστασιά) στα παιδιά τους και έλεγχο (επίβλεψη) (Baumrind, 1991).

Το διαζύγιο και οι επακόλουθες μεταβάσεις και αλλαγές στην πορεία της ζωής των πατέρων και των παιδιών σχετίζονται με τη μείωση των γονικών πόρων (King and Sobolewski 2006; McLanahan and Sandefur 1994; Thomson et al. 1994) και τη δημιουργία στρες,  που επηρεάζει αρνητικά την παροχή γονικής φροντίδας από την πλευρά των πατέρων (Degarmo και Forgatch, 1999).

Σύμφωνα με την προοπτική του οικογενειακού συστήματος, το  διαζύγιο ορίζεται ως μια αγχωτική διαδικασία με αρνητικές συνέπειες στην ευημερία των παιδιών (Amato, 2000), που μπορούν να αντισταθμιστούν μέσω της υψηλής υποστήριξης και του υψηλού ελέγχου (Bronte-Tinkew et al. 2010; Campana et al. 2008 Carlson 2006; Dunlop et al. 2001; King and Sobolewski 2006; Lansford 2009).

Από την άλλη πλευρά, αναφορικά με τη θεωρία του κοινωνικού κεφαλαίου (Coleman 1988), η διατήρηση της επαφής μεταξύ του γονέα και του παιδιού είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη μεταφορά κοινωνικού κεφαλαίου, το οποίο υπάρχει στη σχέση μεταξύ του γονέα και του παιδιού και έχει μετρηθεί τόσο ως η ποσότητα (δηλαδή, η επαφή) όσο και ως η ποιότητα (δηλαδή, η γονική μέριμνα) της γονικής εμπλοκής (Furstenberg και Hughes 1995).

Σύμφωνα με την έρευνα των Bastaits, Ponnet, Mortelmans, (2012) οι πατέρες που δεν είχαν την επιμέλεια ήταν λιγότερο υποστηρικτικοί και ασκούσαν μικρότερο έλεγχο σε σχέση με τους πατέρες στις πυρηνικές οικογένειες και εκείνους που ασκούσαν κοινή φυσική επιμέλεια, γεγονός, που μπορεί να οφείλεται στη μείωση των γονικών πόρων μετά από ένα διαζύγιο ( McLanahan and Sandefur 1994; Thomson et al. 1994).

Αυτοεκτίμηση και γονικές σχέσεις

Η αυτοεκτίμηση συνίσταται κατά την παιδική ηλικία και την εφηβεία, στην στενή σχέση με τους σημαντικούς άλλους, όπως οι γονείς (Zakeri, Karimpour, 2011; Breivik, Olweus, 2006). Υψηλά επίπεδα γονικής υποστήριξης έχει βρεθεί ότι σχετίζονται με υψηλότερη αυτοεκτίμηση στους εφήβους (Bastaits, Ponnet, Mortelmans, 2012; Birkeland et al, 2012) και ασφαλή προσκόλληση.

Σύμφωνα με τη σουηδική έρευνα των Turunen, Fransson, Bergstrom (2017),  ενώ σημειώθηκαν διαφορές στους μέσους όρους, οι οποίες θεωρήθηκαν ενδείξεις διαφοράς στην αυτοεκτίμησης μεταξύ των παιδιών, που διαβιούσαν υπό το καθεστώς της κοινής φυσικής επιμέλειας, εκείνων που ζούσαν μόνο με έναν γονέα και των παιδιών σε πυρηνικές οικογένειες, εντούτοις οι διαφορές αυτές δεν ήταν στατιστικώς σημαντικές, έτσι ώστε να γενικευτούν τα συμπεράσματα.

Επιπλέον, ο έλεγχος που ασκούν οι πατέρες δεν σχετίζεται σημαντικά με την αυτοεκτίμηση των παιδιών (Kakihara et al., 2010; Bastaits, Ponnet, Mortelmans, 2012), εφόσον οι έρευνες έχουν αποκαλύψει αντιφατικά αποτελέσματα.  Στη μελέτη των Zakeri και Karimpour (2011) βρέθηκε μια θετική σχέση μεταξύ του γονικού ελέγχου/υποστήριξης και της αυτοεκτίμησης των παιδιών, ενώ άλλοι ερευνητές βρήκαν αρνητική σχέση (Plunkett et al. . 2007; Siffert et al. 2012).

Αναφορικά με την ελληνική έρευνα του Παπάνη (2004 – 2006) δεν υπήρχε καμία στατιστικώς σημαντική διαφοροποίηση όσον αφορά τους μέσους όρους αυτοεκτίμησης του γενικού πληθυσμού και των ατόμων από διαζευγμένους γονείς, γεγονός που μπορεί να οφειλόταν στους ισχυρότερους μηχανισμούς προσαρμογής και ευελιξίας, που έπρεπε να αναπτύξουν τα άτομα με χωρισμένους γονείς. Επιπλέον, διαφοροποιητικός παράγοντας στην αυτοεκτίμηση ήταν η μορφή του διαζυγίου (διάσταση ή επίσημος χωρισμός) και οι σχέσεις των γονέων αργότερα. Οι δραστικές δηλαδή λύσεις φάνηκαν να είναι προτιμότερες από την ανατροφοδότηση μιας σχέσης που έχει λήξει, διαιωνίζοντας έτσι τις συγκρούσεις και τις εντάσεις, που προκύπτουν  ως συνέπεια της πλημμελούς επικοινωνίας των συζύγων.

Ευστράτιος Π. Παπάνης
Μόνιμος Επίκουρος Καθηγητής του τμήματος Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου

Ειρήνη  Δ. Καραμπάση
Υπ. Δρ. του τμήματος Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου, Εκπαιδευτικός Π.Ε.

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook