Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης, διδάκτωρ ΑΠΘ.

Τις προσεχείς ημέρες, ξεκινά στη Γενεύη της Ελβετίας μία πολυμερή διάσκεψη για το Κυπριακό ζήτημα που ήδη διπλωματικά έχει αποκληθεί ‘5+1,’ δηλαδή η Ελληνοκυπριακή πλευρά, η αντίστοιχη Τουρκοκυπριακή, οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις (Ελλάδα, Τουρκία, Μεγάλη Βρετανία), και ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών υπό την αιγίδα του οποίου τελεί η διάσκεψη, με τον ρόλο του όμως, κάτι που αποδεικνύεται και ιστορικά, να μην είναι διακοσμητικός.

 Αντιθέτως, είναι ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) που έχει μεσολαβήσει ώστε ανά περιόδους να έρθουν εγγύτερα οι δύο πλευρές του νησιού, καταθέτοντας ενώπιον τους και σχέδια επίλυσης ως κατευθυντήριο άξονα που για να εφαρμοσθούν στην πράξη όμως, απαιτούν την λέξη-κλειδί, ιδίως όταν μία μιλάμε για ένα χρονίζον, λεπτό και σύνθετο ζήτημα όπως το Κυπριακό. Και ποια είναι αυτή η λέξη ή αλλιώς, ή έννοια-κλειδί; Είναι η λέξη συμβιβασμός, λέξη που για να αποκτήσει απτό και έμπρακτο περιεχόμενο θέλει τόλμη και υπερβάσεις από τα εμπλεκόμενα μέρη.

 Τώρα, τέσσερα χρόνια μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων στο Κραν Μοντανά της  Ελβετίας,[1] μπορούμε να αναρωτηθούμε καλόπιστα: Σε ποιο σημείο βρισκόμαστε; Υπάρχουν οι προϋποθέσεις μίας δραστικής επαναπροσέγγισης που θα μπορούσε να θέσει τις βάσεις για ένα νέο εγχείρημα επίλυσης του  Κυπριακού στη βάση της Διζωνικής, Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, που όσο έχει πλησιάσει στον ορίζοντα τα τελευταία χρόνια (βλέπε το Σχέδιο Ανάν με τις προβλέψεις του), άλλο τόσο απομακρύνεται, καθιστώντας το Κυπριακό άλυτο[2] και χρονίζον πρόβλημα, επιβαρυμένο από τον χρόνο και τις εκατέρωθεν προσλήψεις, που πλέον, έχουν αγγίξει ένα σημείο τομής.

 Και αναφερόμαστε, με τον ευρύτερο όρο σημείο τομής, στην στρατηγική στροφή που έχουν επιχειρήσει η Τουρκία και η ηγεσία της Τουρκοκυπριακής πλευράς, κάνοντας λόγο επίσημα πλέον, για την ύπαρξη δύο ξεχωριστών κρατών στο νησί ως την μόνη ρεαλιστική εναλλακτική λύση, μετά από τις διαδοχικές αποτυχίες επίλυσης του πάνω σε μία ομοσπονδιακή βάση. Σε αυτό το πλαίσιο, πέραν της εδραίωσης της διχοτόμησης και συνακόλουθα, της Τουρκικής στρατιωτικής εισβολής του 1974 που συνεπάγεται μία τέτοια λύση, ανακύπτει και το ζήτημα ή αλλιώς ο κίνδυνος, το Κυπριακό να μην καταστεί απλώς μία σειρά χαμένων ευκαιριών, αλλά και ως χαμένη υπόθεση, και από την διεθνή κοινότητα.

Η στροφή της Τουρκίας και της Τουρκοκυπριακής ηγεσίας υπό τον Ερσίν Τατάρ στη λύση των δύο ξεχωριστών κρατών, είναι ένα σημαντικό δεδομένο που οφείλουμε να προσμετρούμε στις διάφορες αναλύσεις μας περί Κυπριακού, όπως και το ό,τι, αυτή η επιλογή τροφοδοτείται και από τις επιλογές στις οποίες προέβησαν οι Ελληνοκύπριοι τα τελευταία χρόνια, όταν και προέκυψαν ευκαιρίες όπως το Σχέδιο Ανάν, που εν προκειμένω υπήρξε ένα συγκροτημένο σχέδιο επίλυσης που ενείχε συγκεκριμένες πρόνοιες για την συνύπαρξη των δύο μερών και για την συγκρότηση βιώσιμων θεσμών.

Στο ίδιο πλέγμα μπορούμε να  εντάξουμε και το Κραν Μοντανά του 2017, όταν, παρά τις εκατέρωθεν συγκλίσεις που είχαν επιτευχθεί (πλαίσιο Γκουτέρες),[3] προτιμήθηκε, την τελευταία στιγμή, η μη-λύση υπό την μορφή διατήρησης του υπάρχοντος status quo, το πισωγύρισμα και η οχύρωση σε θέσεις που εμβαπτίζονται στα νάματα του εθνικά-εθνοτικά ορθού και ‘δίκαιου.’

Εάν το Κυπριακό είναι ένας καθρέφτης, τότε θα τονίσουμε πως η Ελληνοκυπριακή πλευρά (και η Ελλάδα), οφείλουν να κοιταχθούν σε αυτόν τον καθρέφτη αναστοχαστικά, βαθιά αναστοχαστικά, αναζητώντας και το που οφείλεται η στροφή στην επιλογή των δύο ξεχωριστών, οριοθετημένων κρατών. Όμως, δεν θέλουμε να είμαστε απαισιόδοξοι, ούτε να πούμε πως το Κυπριακό αποτελεί απλά μία συρραφή χαμένων ευκαιριών. Θα ήταν απλοϊκό να υποστηριχθεί κάτι τέτοιο.

 Η νέα πενταμερής του Απριλίου, προσφέρει την ευκαιρία στην Κυπριακή Δημοκρατία και στον πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη, να επιβεβαιώσουν την προσήλωση τους σε μία επίλυση του με άξονα την Διζωνική, Δικοινοτική Ομοσπονδία[4] και την ισότητα των δύο συνιστώντων μερών ως καταστατικά ιδρυτικών μερών,[5] να επιδιώξουν να απαντήσουν τεκμηριωμένα στα επιχειρήματα της άλλη πλευράς, να συμβάλλουν σε μία δημιουργική προσπάθεια για την διαμόρφωση προϋποθέσεων επίλυσης που θα περιλαμβάνουν ένα από κοινού συμφωνημένο οδικό χάρτη, να καταστήσουν τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (και την Ευρωπαϊκή Ένωση) όχι παρατηρητή, αλλά σημαντικό ρυθμιστή, θέτοντας στο επίκεντρο, το να αποκτήσει εκ νέου δυναμική η όλη διαδικασία.

Σε ένα περιφερειακό-γεω-πολιτικό περιβάλλον ρευστό και σύνθετο στο οποίο και εμπλέκονται διάφοροι δρώντες, με την Κύπρο, να έχει λάβει αναβαθμισμένο ρόλο, γεω-πολιτικά και γεω-στρατηγικά, στην Μεσογειακή και περιφερειακή στρατηγική της Τουρκίας.

 Στο Κυπριακό ζήτημα ως πολυ-παραγοντικό ζήτημα, σημαντική παράμετρο αποτελεί το να λάβει χώρα μία επιχείρηση όπου η μία πλευρά, θα αντικρίζει, βιωματικά, ιστορικά και μνημονικά, τις θέσεις και τις προσλήψεις του ‘άλλου,’ κομίζοντας την εξής αίσθηση: Μέχρι πότε η πληγή θα είναι χαίνουσα; Μέχρι πότε θα συνεχίζονται η ατολμία (Ελληνοκύπριοι) και το αμοιβαίο κόστος από την μη-επίλυση; Τώρα είναι η ευκαιρία να δοθεί έμφαση στις αφηγήσεις πολιτών και από τα δύο μέρη, πραγματιστικά,  που μπορούν να προσθέσουν σε μία διαδικασία επαναπροσέγγισης.

[1] Το ενδιαφέρον που ενσκήπτει εδώ, και ως προς το πλαίσιο της επίλυσης συγκρούσεων, είναι ό,τι η Ελβετία και πιο συγκεκριμένα η Γενεύη, αποτέλεσε τον τόπο όπου πραγματοποιήθηκε η δεύτερη φάση των ενδο-Λιβυκών διαπραγματεύσεων, πάλι υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, με διακύβευμα, αφενός μεν την επίτευξη της πολιτικής εκεχειρίας, και, αφετέρου δε, την συγκρότηση μεταβατικής κυβέρνησης που είναι αυτή που έχει επιφορτισθεί με το πολιτικό καθήκον της διεξαγωγής αδιάβλητων εκλογών τον Δεκέμβριο του 2021. Αξίζει όμως να σημειωθεί, πως, στη Γενεύη και στην επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων οι διεργασίες και τα βήματα προσέγγισης που ήδη είχαν επιτευχθεί στο Μαρόκο. Ρόλο στην επιλογή της Ελβετίας, διαδραματίζει και η παραδοσιακή διπλωματική ουδετερότητα της χώρας που παρέχει το έδαφος για εκ του σύνεγγυς και εντατικές διαπραγματεύσεις, αποτελώντας συνάμα και έδρα του ΟΗΕ.

[2] Ο διεθνολόγος Αλέξης Ηρακλείδης, λαμβάνοντας υπόψιν το τι έχει λάβει χώρα ιστορικά στην Κύπρο, εντάσσει το Κυπριακό στην κατηγορία της απογοητευτικής διένεξης. Βλέπε σχετικά, Ηρακλείδης Αλέξης, ‘Το Κυπριακό πρόβλημα, 1947-2004: από την ένωση στη διχοτόμηση;’ Εκδόσεις Σιδέρης Ι., Αθήνα, 2006.

[3] Για την πορεία που προηγήθηκε του Κραν Μοντανά, και για υπόβαθρο επίλυσης που συγκροτήθηκε και το οποίο ήταν αποτέλεσμα εκατέρωθεν ωρίμανσης αλλά και της παρουσίας στην Τουρκοκυπριακή ηγεσία του Μουσταφά Ακιντζί, βλέπε σχετικά, Περικλέους Χρυσόστομος, ‘Η Πενταμερής και το «ξανθό γένος»,’ στο: Βασαλάκης Γιάννης (επιμ.), ‘ «5+1» Διάσκεψη για το Κυπριακό,’ Ένθετο εφημερίδας ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ 24-25/04/2021, σελ. 44. Στο ένθετο των Νέων, μία σειρά από προσωπικότητες που γνωρίζουν τα του Κυπριακού, καταθέτουν τις απόψεις τους ενόψει της πενταμερούς διάσκεψης, βοηθώντας τον αναγνώστη να σχηματίσει μία σφαιρική εικόνα για το ζήτημα.

[4] Η Διζωνική δεν πρέπει να είναι ευσεβής πόθος, το χαλασμένο ρολόι του Κυπριακού, αλλά η ευκαιρία για την επανένωση και περαιτέρω, για την μορφή της επανένωσης. Στη συγκυρία της προτίμησης στη λύση των δύο κρατών, η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να διατρανώσει την δική της προτίμηση στη διζωνική έμπρακτα, εάν δεν βολεύεται ή αλλιώς, εάν δεν κρύβεται πίσω από στερεοτυπικά αναφερόμενη Τουρκική ‘αδιαλλαξία.’ Διαχειρίζομαι ένα τέτοιο ζήτημα σημαίνει πρωτίστως αναγνωρίζω τις παραλείψεις και τις αντιφάσεις μου.

[5] Ο Παναγιώτης Ιωακειμίδης, ένα από τα πρόσωπα που διαδραμάτισαν ρόλο στην ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εντοπίζει τις δύο κρίσιμες προϋποθέσεις πολιτικά, ώστε η ομοσπονδιακή λύση να είναι βιώσιμη και λειτουργική: Η μία προϋπόθεση αφορά την «πολιτική ισότητα» όχι των οποιοδήποτε, αλλά των δύο μερών, και η δεύτερη, τον «διαμοιρασμό» (sharing), που επιμερίζεται σε διάφορα πεδία. Βλέπε σχετικά, Ιωακειμίδης Παναγιώτης, ‘Ποια ομοσπονδία ως λύση;…ό.π., σελ. 43.

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook