Μπορεί κανείς να τη χαρακτηρίσει «χαμένο χρόνο». Μπορεί να πει ότι «δεν αξίζει τον κόπο». Ίσως ισχυριστεί ότι «μία βόλτα στην ύπαιθρο είναι καλύτερη επιλογή». Πιθανώς να έχει δίκιο σε όλα. Παρ’ όλα αυτά, η αλήθεια είναι μία. Η πασιέντζα αποτελεί ένα από τα ένοχα μυστικά των ανθρώπων που χειρίζονται υπολογιστές και αποτελεί την εύκολη διασκέδαση για όσους ψάχνουν ένα διάλειμμα χωρίς να αφήσουν τα μάτια τους από την οθόνη.

Σίγουρα δεν είναι το πιο διασκεδαστικό παιχνίδι με χαρτιά, ούτε ενδιαφέρει πολύ τον κόσμο. Το πράσινο τραπέζι έχει τόσες πολλές επιλογές σε ό,τι αφορά στα παιχνίδια με τράπουλα, που λογικά κάποιος θα ξεχνούσε την πασιέντζα και δεν θα το θυμόταν ποτέ ξανά. Όμως η αλήθεια είναι διαφορετική. Αυτό το συγκεκριμένο παιχνίδι είναι ο βασιλιάς μεταξύ των επιτραπέζιων παιχνιδιών με κάρτες. Επίσης, σύμφωνα με τεχνικούς της Microsoft, είναι το πρόγραμμα που έχει χρησιμοποιηθεί περισσότερο από κάθε άλλο στο σύμπαν των Windows. Προφανώς κανείς μας δεν θέλει να το παραδεχτεί, αλλά η πασιέντζα είναι μία κρυφή απόλαυση για τους περισσότερους από εμάς!

Ίσως όχι και τόσο κρυφή… Είναι γνωστό ότι ο Τζορτζ Μπους έπαιζε στον ελεύθερο χρόνο του όταν ήταν κυβερνήτης του Τέξας, αφού τον βοηθούσε να χαλαρώνει. Η πασιέντζα στον υπολογιστή προκάλεσε μία μικρή επανάσταση στην κουλτούρα των χώρων γραφείου. Μαζί με τον «Ναρκαλιευτή», βοήθησε πολλούς εργαζόμενους να σπάσουν τη ρουτίνα σε κλήσεις όπου δεν είχαν κανέναν λόγο να παρακολουθούν ή ανθρώπους που ταξίδευαν μόνοι, παρέα με τον φορητό υπολογιστή τους.

Φυσικά, πριν την ανακάλυψη των επεξεργαστών ηλεκτρονικών υπολογιστών, ο κόσμος έπαιζε πασιέντζα με τραπουλόχαρτα. Το όνομά της προέρχεται από τη λέξη «patience» των βρετανών, δηλαδή «υπομονή» και καταγράφηκε πρώτη φορά περισσότερο από 200 χρόνια πριν. Υπάρχει, πάντως, η φήμη ότι η ιδέα του παιχνιδιού έρχεται από τους Γάλλους, καθώς ο Ναπολέων Βοναπάρτης έπαιζε για να περάσει την ώρα του όσον καιρό ήταν εξόριστος στο νησί της Αγίας Ελένης.

Το βασικό πρόβλημα της πασιέντζας ήταν το ανακάτεμα της τράπουλας μετά από κάθε παιχνίδι. Ποτέ κανείς δεν ήταν αρκετά ικανοποιημένος από το ανακάτεμα που έκανε, ενώ το δεύτερο πρόβλημα ήταν ότι απέτρεπε τους ανθρώπους από πιο σημαντικές νοητικές και κοινωνικές δραστηριότητες: αλληλεπίδραση με άλλους, διάβασμα κλπ. Το δεύτερο πρόβλημα δεν μπορούσε να λυθεί ποτέ, αφού ήταν θέμα επιλογής. Το πρώτο όμως λύθηκε με τον ψηφιακό κόσμο.

Φωτο από goodinteractive da Pixabay

Στα τέλη του 1960 ο 10χρονος Πολ Αλφίλ εφηύρε ένα νέο είδος πασιέντζας (υπάρχουν εκατοντάδες), το οποίο αποκάλεσε FreeCell. Ο Αλφίλ το λάτρευε, αλλά βαριόταν το ανακάτεμα. Ως το 1979 είχε κωδικοποιήσει μία εκδοχή της συγκεκριμένης πασιέντζας για το ηλεκτρονικό δίκτυο του Πανεπιστημίου του Ιλινόις, όπου φοιτούσε τότε στην Ιατρική σχολή και σήμερα εργάζεται ως αναισθησιολόγος. Το δίκτυο ονομαζόταν «Πλάτων» και υποστήριζε ταυτόχρονα 1000 χρήστες που μπορούσαν να συνδεθούν από τα τερματικά τους. Το FreeCell λατρεύτηκε πολύ σύντομα διότι δεν χρειαζόταν κόπο: μία απλή σύνδεση αρκούσε για το παιχνίδι, αφού το ανακάτεμα ήταν αυτόματο και το πρόγραμμα κρατούσε στατιστικά των παικτών.

Το FreeCell ήταν εύκολο στη χρήση αλλά και ως παιχνίδι. Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερες οδηγίες, ήταν πολύ απλό ακόμη και για κάποιον αδαή να δοκιμάσει τις ικανότητές του. Ακόμη κι αυτοί ήταν σπάνιοι, αφού ελάχιστοι είχαν άγνοια για το παραδοσιακό παιχνίδι της πασιέντζας. Η προσθήκη του FreeCell στον υπολογιστή βοήθησε τους νέους του Πανεπιστημίου να εξοικειωθούν ακόμα περισσότερο με τους υπολογιστές, χάρη σε ένα πρόγραμμα που ήταν πολύ γνώριμο σε αυτούς, χωρίς μάλιστα να τους κουράζει. Το αντίθετο.

Ακριβώς αυτό σκέφτηκε η Microsoft, όπως ανέφερε η Washington Post σε άρθρο της το 1994. Η πασιέντζα προστέθηκε στο λογισμικό των Windows 3.0 το 1990 και βοήθησε τους χρήστες να κατανοήσουν τη λογική του «clicking and pointing» με το ποντίκι, έως ότου γίνει δεύτερη φύση τους. Αυτός ήταν και ο λόγος που πολλοί έπαιζαν χωρίς τύψεις ακόμα και σε ώρα εργασίας, καθώς υποστήριζαν ότι το έκαναν για να μάθουν πώς λειτουργεί το ποντίκι!

Ο Αλφίλ υποστηρίζει πάντως ότι είχε πουλήσει τα δικαιώματα για την πασιέντζα του στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις κι εκείνο με τη σειρά του στη Microsoft. Έτσι, ο ίδιος δεν πήρε ποτέ χρήματα για το πιο δημοφιλές παιχνίδι, ενώ σήμερα είναι φανατικός χρήστης των Linux.

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook