Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή έχει ολοκληρώσει σε μεγάλο βαθμό το έργο της προκειμένου να αλλάξει το νομοθετικό πλαίσιο, στο οποίο προβλέπεται η σύνταξη Εθνικού Μητρώου Κληροδοτημάτων για την καταγραφή με συστηματικό και ενιαίο τρόπο των κοινωφελών περιουσιών, η απλοποίηση της διαδικασίας όσον αφορά τις σχολάζουσες κληρονομίες και ο διορισμός κηδεμόνα, με άμεσο αποτέλεσμα την ταχύτερη εγγραφή των δημοσίων εσόδων.
Τα περιουσιακά στοιχεία είτε έχουν ήδη περιέλθει στο Δημόσιο και παραμένουν αναξιοποίητα είτε θα μπορούσαν μέσω συνοπτικών νομικών διαδικασιών να περιέλθουν στην κυριότητα του Δημοσίου. Σήμερα, τα περισσότερα εθνικά κληροδοτήματα βρίσκονται υπό τη διαχείριση ιδρυμάτων, ενώ δεν λείπουν και οι περιπτώσεις κληροδοτημάτων που έχουν… εγκαταλειφθεί.
Αναφορικά με τις «σχολάζουσες κληρονομιές», αυτές αφορούν περιουσίες αποθανόντων οι οποίοι δεν έχουν κληρονόμους. Η διαχείριση των περιουσιών αυτών ασκείται στις περισσότερες των περιπτώσεων από δικηγόρους.
Οι «σχολάζουσες κληρονομιές» υπολογίζονται σε 3.000, με την αξία τους να ανέρχεται σε περίπου 4 δισ. ευρώ, ενώ, σύμφωνα με εκτιμήσεις, η αξιοποίηση των 12.000 κληροδοτημάτων θα μπορούσε να αποφέρει μακροπρόθεσμα δημοσιονομικό όφελος περίπου 3 δισ. ετησίως.
Τέλος, οι αδρανείς καταθέσεις, υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τα 3 δισ. με το ισχύον καθεστώς καταθέσεις, μετοχές και ομόλογα που δεν αναζητούνται για μία εικοσαετία, περιέρχονται αυτοδίκαια στο Δημόσιο.
Η ειδική επιτροπή για τη μελέτη και σύνταξη σχεδίου νόμου του Κώδικα Εθνικών Κληροδοτημάτων και αναμόρφωσης των διατάξεων Σχολαζουσών Κληρονομιών, όπως αναφέρει το μέλος της Επιτροπής Παναγιώτης Πιλάτης, προωθεί μεταξύ άλλων:
1. Την πλήρη καταγραφή όλων των κληροδοτημάτων και την λεπτομερή αποτύπωση της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την καλύτερη δηνατή αξιοποίησή της.
2. Στο σχέδιο νόμου θεσμοθετείται Νέος Κώδικας Κληροδοτημάτων, τροποποιώντας ριζικά τον ν. 2039/1939.
Υπάρχει η εισήγηση, η κάθε είδους εποπτεία επί των Κληροδοτημάτων να ανατεθεί αποκλειστικά στις κεντρικές και περιφερειακές υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών, καθώς η εποπτεία από κάποιους άλλους φορείς (π.χ. το υπουργείο Παιδείας) σε τεράστιας, πολλές φορές, σημασίας κληροδοτήματα αποδείχθηκε από ανεπαρκής έως και ανύπαρκτη.
3. Παράλληλα, θα ληφθούν υπόψη οι ιδιομορφίες συγκεκριμένων κληροδοτημάτων, ιδίως με γνώμονα του ποια είναι η φυσιογνωμία και η αποστολή των φορέων, με τους οποίους συνδέονται αμέσως τα κληροδοτήματα αυτά.
Ετσι, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να επιδειχθεί κατά της θεσμοθέτησης των κανόνων που διέπουν τα Κληροδοτήματα π.χ. των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ), της Ακαδημίας Αθηνών και των Ηπειρωτικών, υπό την ευρεία του όρου έννοια, Κληροδοτημάτων.
4. Προγραμματίζεται η αλλαγή του πλαισίου διαχείρισης και εποπτείας των εθνικών κληροδοτημάτων.
Στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται η δημιουργία Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Περιουσίας και Κληροδοτημάτων στο υπουργείο Οικονομικών, το έργο της οποίας θα ελέγχεται και από τη Βουλή, καθώς και η σύσταση επτά γενικών Διευθύνσεων στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις (πρώην κρατικές περιφέρειες), με δύο υποδιευθύνσεις, η μία αρμόδια για τη δημόσια περιουσία και η δεύτερη για τα Κληροδοτήματα.
5. Τέλος, με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου επιβάλλεται καθεστώς πλήρους διαφάνειας ως προς την οργάνωση και λειτουργία των κάθε είδους κληροδοτημάτων, ενώ προωθούνται και ρυθμίσεις που αφορούν την τροποποίηση του ιδιαίτερα επιβαρυντικού για τα κληροδοτήματα ισοπεδωτικού φορολογικού συστήματος, την αναπροσαρμογή του νομικού καθεστώτος δανεισμού τους (με χαμηλότερα επιτόκια), την καθιέρωση ειδικού πλαισίου ένταξής τους σε ευρωπαϊκά προγράμματα κ.ά.
Σημαντικά έσοδα στα κρατικά ταμεία μπορούν να αποφέρουν και τα λεγόμενα «κατεχόμενα ακίνητα». Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν υποβάλει οι Κτηματικές Υπηρεσίες του Δημοσίου στη Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων, η αξία των 21.123 κατεχόμενων ακινήτων, μαζί με αυτήν των 4.500 κατεχόμενων στη Δωδεκάνησο και των 25.000 μουσουλμανικών ανταλλάξιμων ακινήτων, εκτιμάται ότι ξεπερνάει τα 3 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για ακίνητα εντός ή εκτός σχεδίου, τα οποία κατέχονται ακόμα και άνω των 60 ετών, ενώ οι κάτοχοί τους έχουν υποβάλει στο Δημόσιο αιτήσεις εξαγοράς τους. Μόνο στην Αττική εκτιμάται ότι εκκρεμούν προς εξέταση τουλάχιστον 3.000 αιτήσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόκειται για φαινόμενο το οποίο άρχισε από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, όπου η ακίνητη περιουσία αυτού αποτέλεσε αντικείμενο αυθαίρετων καταπατήσεων εκ μέρους ιδιωτών, με αποτέλεσμα το Δημόσιο να εμπλέκεται σε ατέρμονες δικαστικούς αγώνες, πολλές φορές να χάνει σημαντικά ακίνητα, αλλά και όταν δικαστικά δικαιώνεται, λόγω της παγιωθείσας, κατάστασης αλλά και του κοινωνικού κόστους, να μην μπορεί να αποβάλει τους καταπατητές.
Για την αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής εκδόθηκαν κατά καιρούς διάφοροι νόμοι με τους οποίους δόθηκε η δυνατότητα στους «κατόχους» δημοσίων κτημάτων να τα εξαγοράσουν με μειωμένο τίμημα ανάλογα με τον χρόνο εκμετάλλευσης αυτών.Ωστόσο, λόγω των αυστηρών προϋποθέσεων που έθεταν οι παραπάνω νόμοι, ο αιθαίρετος κάτοχος κατά την εξέταση της αίτησης εξαγοράς έπρεπε να είχε ακίνητη περιουσία άνω των 50 εκατ. δραχμών (ήτοι 146.700 ευρώ) ή μέσο ετήσιο εισόδημα τα 3 προηγούμενα χρόνια μεγαλύτερο των 7 εκατ. δραχμών (ήτοι 20.543 ευρώ). Η αύξηση των αντικειμενικών αξιών τα τελευταία χρόνια και η μείωση των εισοδημάτων αποτέλεσαν αποτρεπτικό παράγοντα για τη ρύθμιση πολλών υποθέσεων.
Για τον λόγο αυτό, ο επιτελικός γενικός διευθυντής Δημόσιας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων του υπ. Οικονομικών Παναγιώτης Πιλάτης έχει στείλει επιστολή στον κ. Στουρνάρα στην οποία επισημαίνεται η ανάγκη για αλλαγή του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου με έναν νέο νόμο ο οποίος θα στοχεύει στην εισροή εσόδων στο Δημόσιο αλλά θα έχει παράλληλα και κοινωνικό χαρακτήρα, μιας και προκαθορίζεται ο τρόπος υπολογισμού της αξίας του ακινήτου με το αντικειμενικό σύστημα, την καταβολή τιμήματος, τη μέριμνα για τις ευπαθείς ομάδες (πολύτεκνους, ανάπηρους κ.ά.).
- Σχολάζουσα κληρονομία από το 1999 της Μ. Χ. που έχει:
- Ποσοστά ιδιοκτησίας σε 7.500 τ.μ. οικοπέδων εντός σχεδίου πόλεως.
- 70 διαμερίσματα.
- 180 στρέμματα αγροτεμαχίων.
- Μετρητά ύψους 320.000 ευρώ.