Εκτίναξη στο 3,5% του ΑΕΠ των φορολογικών εσόδων που προέρχονται από την ακίνητη περιουσία -από μόλις 0,2% το 2009- και «ψαλίδι» στις φοροαπαλλαγές των στεγαστικών δανείων μέσα στα επόμενα χρόνια προβλέπει μελέτη με προτάσεις που κατατέθηκε πρόσφατα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Στη  μελέτη, που έχει τίτλο «Πιθανές μεταρρυθμίσεις στην φορολογία ακινήτων: Κριτήρια για πετυχημένες πολιτικές» οι συγγραφείς συλλέγουν τα στοιχεία από τις χώρες μέλη –εγχείρημα με μεγάλη δυσκολία, καθώς στο μεσοδιάστημα υπάρχουν πολλές αλλαγές- και επιχειρούν μέσα από αυτή την ακτινογραφία να καταλήξουν σε ένα μίγμα πετυχημένων φορολογικών πολιτικών.

Σημαντικό στοιχείο , όπως υπογραμμίζεται στη μελέτη- η οποία καταγράφει τις απόψεις των συγγραφέων και δεν απηχεί κατά ανάγκη τις θέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- , είναι η βάση των δεδομένων με τις τιμές των ακινήτων να είναι πάντα ανανεωμένη , ώστε στα επίπεδα αυτά να εφαρμόζεται και αντίστοιχα ο φόρος. 

Η ύπαρξη ενός τακτικού φόρου στην ακίνητη περιουσία διαφέρει σημαντικά στις χώρες μέλη της Ε.Ε. Τα φορολογικά έσοδα που εισρέουν στο δημόσιο ταμείο από αυτό τον φόρο διαμορφώνονται στα ανώτερα επίπεδα του 3,5% του ΑΕΠ στην Βρετανία και στα κατώτερα του 0,2% στην Ελλάδα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως είναι το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία , το χαμηλό ποσοστό του φόρου οφείλεται στο γεγονός ότι οι φοροαπαλλαγές από ενοίκια εμπίπτουν στην φορολογία του ατομικού εισοδήματος. Οι συντάκτες της μελέτης εκτιμούν ότι υπάρχει σημαντικό περιθώριο να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα ο τακτικός  φόρος στην ακίνητη περιουσία, ώστε να αυξηθεί το ποσοστό συμμετοχής τους στα φορολογικά έσοδα και να φθάσει στα επίπεδα της Μεγ.Βρετανίας και της Γαλλίας.

Την ίδια ώρα η φορολογία στην αγοραπωλησία ακινήτων σε γενικές γραμμές διαδραματίζει μικρό ρόλο, ενώ σε ορισμένες χώρες μέλη βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα. Σε χώρες όπως το Βέλγιο, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο και η Μάλτα η φορολογία επί των συναλλαγών σε ακίνητη περιουσία διαμορφώθηκε κοντά στα επίπεδα του  1% του ΑΕΠ για  το 2010. Βέβαια σε αυτό το ποσοστό συμπεριλαμβάνονται και τα  έσοδα από κεφαλαιακές και χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Το ύψος του φόρου αποτελεί ένδειξη της σημασίας αλλά και των στρεβλώσεων που επιφέρει ο φόρος. Το Βέλγιο, η Ιταλία και η Ελλάδα φορολογούν τις συναλλαγές σε ακίνητη περιουσία με 10% ,αν και σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν εξαιρέσεις όπως για παράδειγμα για όσους αγοράζουν για πρώτη φορά. Ακολουθούν  Πορτογαλία, Ισπανία, Λουξεμβούργο, Γαλλία, Κύπρος και Ην.Βασίλειο που φορολογούν τις συναλλαγές σε ακίνητη περιουσία με 6-8%, ενώ περίπου οι μισές χώρες κράτη μέλη φορολογούν τις συναλλαγές ακινήτων με ποσοστό που διαμορφώνεται σε 5% ή και χαμηλότερα ( Αυστρία, Τσεχία, Δανία, Φινλανδία, Γερμανία, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Λετονία, Μάλτα, Ολλανδία, Σλοβενία και Σουηδία). Η Ιρλανδία μείωσε το φόρο σε 1-2% το 2011( από 6-7% ) που ήταν , ενώ η Ολλανδία, στην αρχή προσωρινά και στη συνέχεια μόνιμα, προχώρησε σε μείωση της αντίστοιχης φορολογίας σε 2% τον Ιούνιο του 2011. Η Κύπρος είχε σε αναστολή αυτό το φόρο μέχρι το τέλος του 2012, ενώ 5 νέα κράτη μέλη (Εσθονία, Σλοβακία, Βουλγαρία, Λιθουανία και Πολωνία) φαίνεται ότι δε φορολογούν τις συναλλαγές στην ακίνητη περιουσία. Τα ευρήματα, σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης,  δείχνουν ότι η φορολογία στις αγοραπωλησίες ακινήτων εμποδίζει τη λειτουργία της αγοράς ακινήτων  και παρεμποδίζει τη διάχυση κεφαλαίων στην οικονομία, όταν την ίδια στιγμή μειώνοντας  την κινητικότητα στην αγοράς εργασίας δείχνει ότι υπάρχουν περιθώρια για μεταρρυθμίσεις. Γι΄ αυτό το λόγο είναι σημαντικό οι χώρες μέλη να μειώσουν το φόρο που επιβάλλεται στις συναλλαγές στα ακίνητα σε ένα επίπεδο 5% και πιο κάτω.

Σε πολλές χώρες της Ε.Ε. η φορολογική ελάφρυνση για όσους πληρώνουν στεγαστικό δάνειο έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του δανεισμού, που σε συνδυασμό με τη χαμηλή φορολογία στην απόδοση της ακίνητης περιουσίας έχει ως αποτέλεσμα να παρατηρείται μια υπερεπένδυση στον τομέα των ακινήτων σε σχέση με άλλους τομείς.  Συγκεκριμένα 14 χώρες μέλη επιδοτούν τους τόκους για την αγορά κατοικίας είτε μέσω της φορολογίας είτε με απευθείας επιδότηση.

Σε μια προσπάθεια να  μειώσουν τη ροπή προς το δανεισμό για την αγορά κατοικίας, ορισμένες χώρες μέλη, έχουν πρόσφατα αλλάξει τη νομοθεσία με σκοπό να μειώσουν την φορολογική ελάφρυνση για τόκους στεγαστικών δανείων, ενώ η συζήτηση έχει ξεκινήσει και σε άλλες χώρες. Στην Ιρλανδία το 2017 οι τόκοι δεν θα  έχουν φορολογική ελάφρυνση, ενώ η Εσθονία έχει αποφασίσει να μειώσει το φόρο στο εισόδημα και να βάλει ένα ταβάνι στην αφαίρεση των τόκων από τη φορολογία. Η Φινλανδία επίσης έχει αποφασίσει τα επόμενα 3 χρόνια να μειώσει τη φοροελάφρυνση για τους τόκους των στεγαστικών δανείων. Η Γαλλία έχει αντικαταστήσει τη φοροελάφρυνση  για τόκους των στεγαστικών δανείων με πιο στοχευμένες πολιτικές. Η Ισπανία αποφάσισε το Ιούνιο του 2012 να ελαχιστοποιήσει τις φοροαπαλλαγές στους δανειολήπτες στεγαστικών δανείων από τον Ιανουάριο του 2013. Στην Ιταλία επίσης αυξήθηκε η φορολογία της ακίνητης περιουσίας, καθώς καταργήθηκε η εξαίρεση για την πρώτη κατοικία και αυξήθηκαν οι αξίες σύμφωνα με τις οποίες φορολογούνται τα ακίνητα κατά 60% . Η Ελλάδα επίσης αύξησε τη φορολογία της ακίνητης περιουσίας, βάζοντας φόρο στα ακίνητα ανάλογα με την επιφάνεια τους από το Σεπτέμβριο του 2011, τον οποίο συλλέγει μέσω του λογαριασμού του ηλεκτρικού ρεύματος. Τέλος, Λιθουανία και Λετονία έχουν αυξήσει τη φορολογητέα βάση στην ακίνητη περιουσία. Παρόλα αυτά τα μέτρα η συνολική εικόνα για τις περισσότερες χώρες μέλη δείχνει ότι το φορολογικό σύστημα  τους ενισχύει το δανεισμό για την αγορά κατοικίας.

Η εμπειρία από τις χώρες μέλη δείχνει μέχρι τώρα ότι υπάρχουν πολιτικές δυσκολίες για να αυξηθεί η φορολογία στην κατοικία σε επίπεδα που να διασφαλίζουν φορολογική ουδετερότητα όσον αφορά την φοροελάφρυνση από τόκους στεγαστικών δανείων. Η Σουηδία και η Δανία είναι πρόσφατα  παραδείγματα, καθώς ήταν πολύ δύσκολο να διατηρήσουν τη φορολογία στην κατοικία όταν ανέβαιναν οι τιμές των ακινήτων.

Ένα φορολογικό σύστημα στο οποίο οι τόκοι των στεγαστικών δανείων δεν αφαιρούνται από τη φορολογία, καταλήγει η μελέτη,  θα μπορούσε να είναι πιο σταθερό δημοσιονομικά και δεν θα ενίσχυε την αύξηση του δανεισμού. Ως εκ τούτου, συνεχίζουν, θα πρέπει σταδιακά να αφαιρεθούν οι φοροαπαλλαγές για τους τόκους των στεγαστικών δανείων. Παράδειγμα αποτελεί η Μεγ. Βρετανία που κατήργησε τις φοροαπαλλαγές σταδιακά σε μια περίοδο 10 χρόνων. Μια τέτοια μεταρρύθμιση είναι ξεκάθαρα δύσκολη, καθώς τα νοικοκυριά για να ανταποκριθούν θα πρέπει να μειώσουν το χρέος τους, με αρνητικό αποτέλεσμα στην κατανάλωση. Επίσης είναι πολιτικά δύσκολο να αφαιρεθούν αυτές οι «επιδοτήσεις» σε περίοδο που σημειώνεται άνοδος στις τιμές των ακινήτων. Μια εύλογη λύση θα μπορούσε να αποδώσει αν η μετάβαση από το ένα φορολογικό καθεστώς στο άλλο γινόταν σε μια μακρά χρονική περίοδο, που θα επέτρεπε στα νοικοκυριά αλλά και στις τιμές ακινήτων να προσαρμοστούν αργά στους νέους κανόνες. Μια εναλλακτική λύση, που εφαρμόζεται σε μερικές χώρες, είναι να υπάρξουν διαφορετικές ρυθμίσεις για τους παλιούς και τους νέους ιδιοκτήτες. Το μειονέκτημα σε αυτή την περίπτωση είναι οι παλιοί ιδιοκτήτες «κλειδώνονται» στο συγκεκριμένο καθεστώς. Τέλος, ενέχει το ρίσκο η κατάργηση της φοροελάφρυνσης να οδηγήσει σε μείωση των τιμών στα ακίνητα.

in.gr

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook