Το ένα και μοναδικό καφεπαντοπωλείο στο χωριό έκλεισε τώρα και δυο χρόνια. Ο Κυριάκος αποσύρθηκε…

Μετά το ολοκαύτωμα του Άνω Μέρους Αμαρίου τον Αύγουστο του ’44, ο Κυριάκος Παττακός πληγιασμένος από τις βαρβαρότητες μετακινήθηκε πρόσφυγας στο κοντινό χωριό Λαμπιώτες για να συνεχίσει, όπως-όπως τη ζωή του. Βρήκε όταν ήρθε 170 ανθρώπους να πασχίζουν στο χωράφι με το χώμα και στο βουνό με τα ζωντανά για να ζήσουν και από αυτούς μόνο « οι τριάντα κοπελιές ήτανε τση παντρειάς». Από τους 170 τότε, έμειναν σήμερα 35 μικροί και μεγάλοι, φύλακες σε ένα χωριό που πέρασε δια πυρός και σιδήρου όπως και τα περισσότερα στην επαρχία κι όμως κρατήθηκε!
 

Αλλά τις Λαμπιώτες έχουν ακόμα στη ζωή, ευτυχώς, οι οικογένειες των παιδιών του Αντώνη Πατεράκη που τα μέλη τους αριθμούν «το μισό πληθυσμό» και «άμα δεν πάνε στην εκκλησία την Κυριακή ο ναός είναι άδειος». Η καρδιά σου πιάνεται τις καθημερινές, που στους δρόμους τις πιο πολλές ώρες, υπάρχει η απόλυτη σιωπή! Δεν ακούς φωνή ή φασαρία λες κι είναι νεκροταφείο! Οι λιγοστοί κάτοικοι αυτές τις μέρες και ώρες βρίσκονται σε κινητικότητα στους ελαιώνες τους «να μαζέψουν τη βεντέμα» ή φεύγουν στα γειτονικά χωριά «να δουν λιγάκι ζωή».

Έπιασε τα 98 χρόνια

Από τα τρία καφενεία που λειτουργούσαν «τους καλούς καιρούς», το ένα και μοναδικό που στέγαζε ταυτόχρονα και  παντοπωλείο, του Κυριάκου Παττακού που απόμεινε στην πιάτσα… βαρέθηκε την αναδουλειά και κατέβασε ρολά. Έμεινε ανοιχτό για πάνω από μισό αιώνα μα… πολυμεγάλωσε κι ο καφεπαντοπώλης, έγινε 98 χρονών, δεν άντεξε και αποφάσισε πριν δυο χρόνια να αποσυρθεί στο σπίτι του.

Και η δεύτερη σε ηλικία γυναίκα, η Χρυσή Τζουλάκη, ένα χρόνο μικρότερη του έφυγε και εγκαταστάθηκε για ασφάλεια, αφού οι βιολογικές της δυνάμεις υποχωρούν, στο παιδί της στα Χανιά.  Οι ελάχιστοι, λοιπόν, μεταξύ αυτών και ο Ξενοφώντας Πατεράκης, ή θα μείνουν στο σπίτι «να πιούν τον καφέ τους με τη γυναίκα», ή θα κάνουν τη βεγγέρα τους σε άλλα σπίτια, ή αν δεν τους σηκώνει και το σπίτι θα ψάξουν παρέα εκεί κοντά στο Βυζάρι, στον Αφρατέ, ή πιο πάνω στο Φουρφουρά ή τέλος-τέλος όπου τους βγάλει ο δρόμος «φτάνει να περάσει διαφορετικά η ώρα».

Μα συνήθισαν τη μοναξιά στο χωριό και κάνουν καθημερινά… παρέα μαζί της ο Ξενοφώντας κι η σύζυγός του Αικατερίνη που από τα ορεινά Πλατάνια, έπιασε… κάμπο κι εγκαταστάθηκε στις Λαμπιώτες, νύφη, πριν δεκαετίες. «Ο Θεός μόνο κατέχει πώς περνά η μέρα!» θα πει ο Ξενοφώντας που έπιασε τα 80, και προσθέτει: «Νιώθω την εγκατάλειψη, την απομόνωση και το καφενείο που έκανε ο Κυριάκος έκλεισε κι αυτό! Ο κόσμος άρχισε να φεύγει από το ’60 και τα παιδιά ίντα να κάτσουν να κάνουν επαέ; Απομείναμε ούλοι κι ούλοι, μικρομέγαλοι 35 και μάθαμε στην ερημιά. Δεν το περίμενα πως θα καταντούσαμε ετσά που καταντήσαμε! Άμα δεν έχεις αυτοκίνητο είσαι καταδικασμένος ούτε στον Αφρατέ στ’ αδερφού μου του Αντώνη μπορείς να πας να πιείς μια ρακή, ούτε στο Βυζάρι, ούτε πουθενά. Ζωή ‘ναι αυτή;»

“Έχω ακόμα περιθωριο…”

Οι ώρες της καθημερινότητάς του αναλώνονται, όπως έχει μάθει από μικρός, στο χωράφι και στις καλλιέργειες. Και όταν πια γυρίσει το μεσημέρι ή το απόγευμα, αφού δεν βρίσκει καφενείο και παρέα «θα κάτσω με τη γυναίκα στο σπίτι, θα κουβεντιάσομε, ή θα δούμε τηλεόραση ή θα τσακωθούμε για να περάσει η ώρα». Τα χρόνια του, ωστόσο, δεν τον βάζουν κάτω αν και κάποιες φορές τα σκέφτεται! «Έπιασα τα 80», λέει, γνωρίζοντας ότι κάποια στιγμή, «νωρίς ή αργά ο κύκλος της ζωής του ανθρώπου κλείνει».

Θέλει, λοιπόν, «όσο καιρό του έχει γράψει ακόμη ο Θεός να ζήσει να τον περάσει με υγεία για να χαρεί τα παιδιά και τα εγγόνια». Μα το δικαίωμα να ζήσει ακόμα «μερικά χρόνια» το έχει αποκτήσει ως κληρονόμος παππού και πατέρα! «Γιατί», αιτιολογεί, «ο παππούς μου ο Αντώνης πέθανε 86 χρονών και ο πατέρας μου ο Μαθιός 90. Θαρρώ πως έχω ακόμα περιθώριο. Εσύ τι λες;»  

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook