Έχουν περάσει ήδη πέντε εβδομάδες από την συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου στο Eurogroup και η πρόοδος των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδος και εταίρων είναι σχεδόν μηδενική.  Η συμφωνία αυτή προβλέπει την υποβολή αναλυτικής λίστας μεταρρυθμίσεων από την ελληνική πλευρά, υλοποίηση κάποιων από αυτές μέχρι τέλος Απριλίου, και οριστικοποίηση του νέου ελληνικού προγράμματος μέχρι τέλος Ιουνίου. Με τον τρόπο αυτό θα ξεκλειδώσει η καταβολή της τελευταίας δόσης των 7.2 δις ευρώ, αποτελούμενα από 1.8 δις από τον EFSF, 3.5 δις από το ΔΝΤ, και 1.9 δις από της ΕΚΤ που αφορούν κέρδη ελληνικών ομολόγων.

Και ενώ η πορεία των διαπραγματεύσεων είναι ιδιαίτερα αργή και δύσκολη, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας επιδεινώνεται ραγδαία, ο προϋπολογισμός εκτροχιάζεται και τα ταμειακά διαθέσιμα στεγνώνουν. Η ελληνική κυβέρνηση στην απέλπιδα προσπάθεια της να ικανοποιήσει τις βασικές πληρωμές προς δανειστές, μισθωτούς και συνταξιούχους έχει μεταφέρει στην ΤτΕ τα ταμειακά διαθέσιμα ασφαλιστικών ταμείων, διάφορων ΔΕΚΟ και δημόσιων οργανισμών, έχει παγώσει δε τις πληρωμές προς τον ιδιωτικό τομέα.

Η ελληνική κυβέρνηση εξάντλησε όλες τις προσπάθειες για να αντλήσει ρευστότητα από τους Ευρωπαίους εταίρους, όμως όλες οι στρόφιγγες παρέμειναν κλειστές. Ούτε το EFSF δέχτηκε να μας επιστρέψει το 1.2 δις ευρώ, ούτε η ΕΚΤ δέχεται να αυξήσει το όριο έκδοσης εντόκων γραμματίων. Και η όποια αύξηση του ορίου στον ELA δίνεται κυριολεκτικά με το σταγονόμετρο, όσο αρκεί για να αποφευχθεί  η πλήρης ρευστοτική αδυναμία από τις ελληνικές τράπεζες. Το μήνυμα των ευρωπαίων είναι σαφές. Για να ανοίξει ξανά η κάνουλα της ρευστότητας προς τη χώρα μας, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να υιοθετήσει και αρχίσει να υλοποιεί με αξιοπιστία ένα σαφές πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων.

Το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων, όπως το εννοεί η Ε.Ε. θα πρέπει να περιλαμβάνει την συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων, αλλαγές στα εργασιακά και τα ασφαλιστικά, τομές στην φορολογία και περαιτέρω εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα. Πολλές από αυτές τις αλλαγές προσκρούουν στις προεκλογικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης, όπως το σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων και η διεύρυνση του δημόσιου τομέα,  και θα ξεσηκώσουν θύελλα διαμαρτυρίας από διάφορες συνιστώσες του κυβερνώντος κόμματος.

Η δυσκολία για συμβιβασμό απόψεων μεταξύ ευρωπαίων και ΣΥΡΙΖΑ πιθανότατα θα οδηγήσει τον πρωθυπουργό στην άμεση διενέργεια δημοψηφίσματος σχετικά με την παραμονή της χώρας μας στην Ευρωζώνη, γεγονός που εμπεριέχει αυξημένους κινδύνους και αβεβαιότητες. Με δεδομένη τη μεγάλη  ρευστοτική πίεση μέσα στον Απρίλιο, το δημοψήφισμα θα μπορούσε να διενεργηθεί μέχρι το τέλος Απριλίου ή τις αρχές Μαϊου.

Σε κάθε περίπτωση, και εφόσον ξεπερασθεί ο κάβος του Απριλίου, το κρίσιμο διάστημα είναι το τέλος Ιουνίου, οπόταν θα πρέπει να έχει συμφωνηθεί το οριστικό ελληνικό πρόγραμμα για τα επόμενα χρόνια.  Η κρισιμότητα του χρονικού αυτού διαστήματος, πέραν  του ότι αποτελεί καταληκτική ημερομηνία των εταίρων, προκύπτει και από τις ταμειακές ανάγκες των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου που ανέρχονται  σε 3.5 δις και 3.2 δις ευρώ αντίστοιχα. Χωρίς εξωτερική χρηματοδότηση είναι απολύτως αδύνατον να καταβληθούν αυτές οι δόσεις.

Παρά τις δυσκολίες στις διαπραγματεύσεις, το βασικό σενάριο είναι αυτό του συμβιβασμού και της τελικής συμφωνίας. Η συμφωνία αυτή όμως θα επιτευχθεί, κατά τα φαινόμενα, την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή, ώστε όλοι οι εμπλεκόμενοι να δικαιολογήσουν την διαπραγματευτική τους στάση και να αποδείξουν ότι διαπραγματεύτηκαν σκληρά και επίπονα. Στο μεταξύ το ελληνικό ρίσκο θα έχει αυξηθεί κατακόρυφα και αναμένεται να δημιουργήσει νευρικότητα στις διεθνείς αγορές.
 

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook