Τώνια Λιοδάκη Τώνια
Λιοδάκη
Δημοσιογράφος

Έκαναν μαζί αμέτρητες αναρριχήσεις σε βουνά αλλά και καταβάσεις σε σπήλαια της Κρήτης και όχι μόνο.

Τις πεζοπορίες στα ορεινά τις πραγματοποιούσαν μέχρι μεγάλη ηλικία. Ίδρυσαν τη σπηλαιολογική ομάδα στα Χανιά, χαρτογράφησαν για πρώτη φορά σπήλαια του νησιού, με πενιχρά μέσα εκείνες τις εποχές,  ενώ ήταν οι  πρώτοι που έκαναν σκι στα χιονισμένα βουνά των Χανίων.

Ο κ. Τάκης Χουλιόπουλος και ο κ. Αντώνης Πλυμάκης στα Χανιά, αποτελούν δικαίως δυο από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες της ορειβασίας και της σπηλαιολογίας στην Κρήτη και μοιράζονται με το flashnews.gr όσα έχουν βιώσει και έμειναν χαραγμένα στη μνήμη τους από τη, σχεδόν μισού αιώνα, «διαδρομή» τους στα βουνά και τις σπηλιές.

Τάκης Χουλιόπουλος – Από τους μεγαλύτερους εν ζωή ορειβάτες στην Ελλάδα

Ο κ. Τάκης Χουλιόπουλος είναι 92 χρόνων και έκανε ορειβασία μέχρι περίπου τα 80 του χρόνια. Η ενασχόλησή του με τον προσκοπισμό το 1945, τον έφερε σε επαφή με τον ορειβατικό σύλλογο με τον οποίο άρχισε τις πεζοπορίες από νεαρή ηλικία. Μετά την ενηλικίωσή του γράφτηκε και ως μέλος του συλλόγου.

Είναι από τους παλαιότερους εν ζωή πρώην ορειβάτες στην Ελλάδα.

Τάκης Χουλιόπουλος

Για πάνω από 50 χρόνια συνέχιζε απτόητος την αγαπημένη του δραστηριότητα, κάνοντας πεζοπορίες σε βουνά ακόμα και σε πολύ μεγάλη ηλικία, όταν περίπου στα 80 του χρόνια και ενώ έκανε ο ίδιος εργασίες στο καταφύγιο Ταύρης, από απροσεξία έπεσε από 6,5 μέτρα με αποτέλεσμα να υποστεί πολλαπλά τραύματα και από εκεί και μετά να μη συνεχίσει ενεργά. Ασχολήθηκε μέχρι αυτή την ηλικία με την ορειβασία γιατί όπως μας λέει «ένιωθα τον εαυτό μου δυνατό».

Τ. Χουλιόπουλος Ομαλός 1953

Δεκάδες είναι τα βουνά στα οποία έχει ανέβει, όμως θεωρεί ότι δεν έχει αντιμετωπίσει κάποια ιδιαίτερη δυσκολία ή κίνδυνο. Μια από τις πολλές αναβάσεις που του έχουν μείνει έντονα στη μνήμη είναι αυτή στον Όλυμπο: «Είχα ανεβάσει μια ομάδα εφήβων από τα Χανιά για πρώτη φορά στον Μύτικα, στην υψηλότερη κορυφή. Ήταν οι πρώτοι Κρήτες που ανέβηκαν οργανωμένα στον Μύτικα».

Με ένα μοιρογνωμόνιο, ένα βαρίδι και βαριές σκάλες από σχοινί, χαρτογράφησαν για πρώτη φορά σπήλαια

Το 1955 ίδρυσαν μαζί με τον Αντώνη Πλυμάκη τη σπηλαιολογική ομάδα στα Χανιά. Ήταν οι πρώτοι που χαρτογράφησαν και έκαναν σχέδια, άγνωστων μέχρι τότε σπηλαίων και μάλιστα το έκαναν με ισχνά μέσα, ένα μοιρογνωμόνιο και ένα βαρίδι. (δείτε πώς, στο βίντεο με τον Τ. Χουλιόπουλο στο 4:40)

Παρόλο που έμπαιναν σε αχαρτογράφητα σπήλαια, δεν αισθάνθηκε φόβο, αισθάνθηκε όμως δέος. Πολλά ήταν τα σπήλαια που εξερεύνησαν αυτό όμως που έχει χαραχτεί στη μνήμη του έντονα είναι: «Το Κουμαρόσπηλιο στο Ακρωτήρι κοντά στη μονή Γουβερνέτου. Μπήκαμε και ανακαλύψαμε μια καινούρια αίθουσα. Ήταν ίσα – ίσα 60×60, περνούσε το σώμα μας έρποντας. Πίσω μου ήταν ο Πλυμάκης. Είδαμε τον διάκοσμο που είχε και βγάλαμε φωτογραφία. Μου έχει μείνει αυτό γιατί τα πρώτα μάτια ανθρώπου που είδαν αυτό το θέαμα ήταν τα δικά μας!»

Ο εξοπλισμός που χρησιμοποιούσαν ήταν υποτυπώδης:

«Πρωτόγονα μέσα είχαμε. Για να κατεβούμε σε ένα σπήλαιο είχαμε τότε σκάλες από σχοινί όπως αυτό που χρησιμοποιούσαν στα πλοία. Τα 10 μέτρα ζύγιζαν 8 οκάδες (πάνω από 10 κιλά). Είχαμε φτιάξει 4-5 τέτοιες, φτάναμε  σε ένα σημείο και ενώναμε τα σχοινιά και από εκεί και κάτω (όταν τελείωναν) δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε. Γι’ αυτό είχαμε σταματήσει και την εξερεύνηση στο σπήλαιο στον Ομαλό. Έτσι καλέσαμε τη Σπηλαιολογική Ομάδα Αθηνών και ένα παράρτημα με Γάλλους και μετά από δύο χρόνια ήρθαν το εξερεύνησαν και έφτασαν μέχρι 1000 μέτρα μήκος και βάθος 650 μέτρα. Μας είχαν τότε δωρίσει και τρεις σκάλες, με αλουμίνιο, λεπτές. Κάθε σκάλα ζύγιζε θυμάμαι 800 γραμ. ούτε καν κιλό τα 10 μέτρα, ενώ αυτές που χρησιμοποιούσαμε εμείς ζύγιζαν  8 οκάδες! Και το έβλεπαν και γελούσαν όταν τους είπαμε ότι εμείς με αυτές τις σκάλες κατεβαίναμε»

Οι πρώτοι σκιέρ στα Χανιά

Ο κ. Χουλιόπουλος μαζί με τον κ. Πλυμάκη, ήταν οι πρώτοι που έκαναν σκι στα χανιώτικα βουνά.

Την τελευταία χρονιά της θητείας του στο λιμενικό σώμα το 1955, ο κ. Χουλιόπουλος είχε υπηρετήσει στην Αθήνα όπου έκανε εκδρομές τις Κυριακές με τον ορειβατικό σύλλογο και είχε αγοράσει ένα ζευγάρι χιονοπέδιλα με τα οποία είχε μάθει να κάνει σκι στην Πάρνηθα.

«Όταν κατέβηκα τέλος του ’55 στα Χανιά, λέω αυτά είναι τα σκι με τα οποία έμαθα λίγο να κινούμαι και μου λέει ο Πλυμάκης “ένα τέτοιο έχω και εγώ, τα βρήκα σε ένα σπίτι που τα είχαν αφήσει Γερμανοί” και έτσι τα κάναμε δυο τα ζευγάρια και αρχίσαμε σκι εδώ στα βουνά τα δικά μας. Παίρναμε τότε το αυτοκίνητο από τα Χανιά μέχρι το Κατωχώρι γιατί δεν πήγαινε στους Λάκκους δρόμους. Φορτώναμε τα ποδήλατα στο αυτοκίνητο, τα αφήναμε στο Κατωχώρι και από εκεί με τα πόδια πηγαίναμε στους Κάμπους, ανεβαίναμε πάνω, κάναμε σκι όπως μπορούσαμε, ξανακατεβαίναμε κάτω και παίρναμε τα ποδήλατα για να γυρίσουμε στα Χανιά, για να γλιτώσουμε τα εισιτήρια».

Ήταν τόσο άγνωστο και πρωτόγνωρο για τα Χανιά το σκι, εκείνη την εποχή που όπως εξιστορεί ο κ. Χουλιόπουλος μια φορά είχε συμβεί το εξής: «Μια μέρα αργήσαμε να κατέβουμε εμείς από το βουνό. Είχε κατεβεί πρώτα ένας κυνηγός ο οποίος είχε πάει να κυνηγήσει λαγούς. Πέρασε από το σημείο που είχαμε περάσει πριν εμείς και είδε τα ίχνη από τα σκι, τις γραμμές, χωρίς να δει πατημασιές ανθρώπου. Εκείνη την εποχή ούτε τηλεόραση υπήρχε, ούτε περιοδικά για να ξέρει τι είναι σκι. Του ήρθε λοιπόν στο μυαλό ότι είναι φίδια. Τρέχει λοιπόν κάτω στο χωριό και αρχίζει να λέει στο καφενείο ότι κάτι δεν πάει καλά και ότι έχουν κατέβει στο χιόνι, φίδια μεγάλα στο φάρδος. Του είπαν μετά οι άλλοι ότι “είναι εκείνοι οι κουζουλοί που έχουν έρθει από τα Χανιά και πήγαν απάνω και βαστούσαν σανίδια”».

Στη συνέχεια ίδρυσε την παιδική ομάδα με την οποία πήγαιναν στο Βελούχι, τον Παρνασσό, με 40-50 παιδιά. «Αυτή τη στιγμή πάνω από 600 άτομα Χανιώτες έχουν μάθει σκι με τον ορειβατικό» λέει.

Το όνομά του δόθηκε στο καταφύγιο που βρίσκεται στην κορυφή Σβουριχτή των Λευκών Ορέων, καθώς πρωτοστάτησε και εργάστηκε με ζήλο για την κατασκευή του, κατά τη διάρκεια της οποίας υλικά μεταφέρθηκαν στο σημείο με ελικόπτερο. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο ίδιος έχει κατασκευάσει μακέτες με τα ορεινά καταφύγια των Χανίων, τις οποίες θα δωρίσει στον Ορειβατικό Σύλλογο Χανίων.

Κάθε φορά που έφτανε ο κ. Χουλιόπουλος σε μια κορυφή όπως ο ίδιος λέει χαρακτηριστικά αισθανόταν ότι έφτανε πιο κοντά στον Θεό, «όταν είσαι σε μια κορυφή – οποιαδήποτε κορυφή – λες από εδώ και πάνω δεν είναι κανείς άλλος μόνο ο Θεός, τίποτα άλλο».

Αντώνης Πλυμάκης – Κατέγραψε μέσα σε 30 χρόνια 1.400 σπήλαια – Επεδίωκε την περιπέτεια

Ο κ. Αντώνης Πλυμάκης είναι 88 χρόνων. Το 1952 συμμετείχε στην πρώτη διάβαση της Σαμαριάς. Τότε ήταν όπως μας λέει, που: «Με γοήτευσαν τα βουνά και τα γκρεμνά. Ακόμα θα ανέβαινα αλλά είχα πάθει μια ζημιά πριν 20 χρόνια και από εκεί και μετά πήγαινα μικρές αποστάσεις».

Αντώνης Πλυμάκης

Δεκάδες είναι οι κορυφές στις οποίες έχει ανέβει,  50 κορυφές από 2000-2.500 μέτρα και άλλες 50 κορυφές από 1.500 εως 2.000 μέτρα, με την πιο αγαπημένη του να είναι αυτή του Αγίου Πνεύματος σε υψόμετρο 2.240 μέτρων.

Επεδίωκε να ζήσει την εμπειρία και την περιπέτεια «… αυτό είναι όλη η υπόθεση…»

Διηγείται κάποιες από τις περιπέτειες που βίωσε και μάλιστα… επιδίωξε κιόλας:

«Με έναν φίλο πήγαμε επίτηδες τον Φεβρουάριο του 1973 στο φαράγγι της Σαμαριάς. Μας “έκλεισε” η καταιγίδα, ανέβηκε το νερό και μέσα σε λίγες ώρες κατέβαζε κορμούς, βράχους. Σπάσαμε το φυλάκιο και μείναμε. Την άλλη μέρα είχε κοπάσει και μπορέσαμε και φύγαμε». Εσκεμμένα πήγαν τότε όπως τόνίζει ο κ. Πλυμάκης: «Εμείς θέλαμε να  ζήσουμε την εμπειρία. Δεν περιγράφεται. Τη νύχτα χτυπούσαν οι κεραυνοί στα γκρεμνά του φαραγγιού και η αντήχηση του κεραυνού που περνούσε απέναντι ήταν σαν να κατρακυλούσαν χιλιάδες βράχια».

Κάποια άλλη στιγμή στα Κεραμειά, ήταν μαζί με δυο καινούριους στην ορειβασία: «Μας έκλεισε η ομίχλη στο χιόνι και άμα έχει ομίχλη στο χιόνι δε βλέπεις, είναι σαν να αιωρείσαι, άσπρο γύρω γύρω. Άρχισε ένας και έκλαιγε και έλεγε πως χαθήκαμε. Του λέω εδώ θα κοιμηθούμε το βράδυ και θα σε κοπανάω να μην σε πάρει ο ύπνος γιατί άμα κοιμηθείς στο χιόνι δεν ξυπνάς. Κι όμως ύστερα βρέθηκε η διέξοδος».

Στη διαπίστωσή μας ότι έχει ζήσει αρκετές περιπέτειες όπως φαίνεται, ο κ. Πλυμάκης απαντά: «Ε… αυτό είναι όλη η υπόθεση

Αυτό εξάλλου αναζητούσε και έψαχνε ο ίδιος: «Χαίρομαι να βλέπω και αυτούς που περπατάνε απλώς, ήρεμα, όμορφα με ασφάλεια, τους χαίρομαι. Αλλά άλλο είναι να διακινδυνεύσεις και να πεις βγήκα νικητής. Όχι ότι νικάς το βουνό ή τη φύση. Γιατί το βουνό είναι φίλος σου. Λένε “κατέκτησε την κορυφή”, μα δεν είσαι κατακτητής είσαι φίλος του βουνού. Αν δεν το σέβεται κάποιος το βουνό δεν έχει δουλειά να πηγαίνει».

Κορυφή Μαλοτύρα (1960)

Οι βοσκοί που δεν πίστευαν πως ανέβαιναν στα βουνά χωρίς να πληρώνονται – Ο υποτυπώδης εξοπλισμός και η διανυκτέρευση με ένα κουβερτάκι

Περιγράφοντας από τι αποτελείτο ο υποτυπώδης εξοπλισμός του, ο κ. Πλυμάκης αναφέρει χαρακτηριστικά:  «Λεφτά δεν υπήρχαν γιατί δεν δούλευα τότε ακόμη. Είχα άρβυλα του ελληνικού στρατού, τα είχα πάρει από παλιατζίδικο, σακίδιο του γερμανικού στρατού, ήταν της κατοχής και μπουφάν του αγγλικού στρατού!»

Εκείνος και ο Τάκης Χουλιόπουλος ήταν στα Χανιά οι πρώτοι που έφεραν σκι μας λέει: Φτάναμε στ’ Ασκύφου όταν ήταν χιονισμένα και τα παιδιά τρέχανε και φωνάζανε «Ήρθανε τα σκιά!» Πολλοί που τα έβλεπαν νόμιζαν ότι ήταν κάτι ξύλα με αριθμούς που χρησιμοποιούσαν παλιά οι μηχανικοί και μετρούσαν. Εγώ βρήκα τα σκι σε ένα σπίτι που τα είχαν αφήσει οι Γερμανοί. Ο Χουλιόπουλος είχε πάρει κάτι μεταχειρισμένα από έναν Αθηναίο. Μετά τα ανανεώσαμε».

Θυμάται όταν τότε ανέβαιναν στην υψηλότερη κορυφή των Λευκών Ορέων, τις Πάχνες, να ανεβαινούν 2-3, ο ένας στην πλάτη του άλλου και με μια κατσούνα να λένε ότι πέρασαν τον Ψηλορείτη σε ύψος.

Έντονες είναι οι μνήμες του κ. Πλυμάκη από τις κρύες διανυκτερεύσεις στα ορεινά και από τις συναντήσεις που είχαν με τους βοσκούς:

«Τότε οι βοσκοί μπορεί να είχαν και 3 μήνες να δουν άνθρωπο, γιατί ήταν μακριά, δεν μπορούσαν να κατεβαίνουν κάτω στα χωριά, κάνοντας 10 ώρες με τα πόδια, κάθε τόσο. Και μας υποδέχονταν με γάλατα, με κεράσματα. Αύγουστο, στο υψηλότερο μιτάτο στο βουνό, εκεί κοντά στις Πάχνες, έκανε τη νύχτα παγωνιά και δεν είχαμε υπνόσακους και τέτοια. Δεν κοιμόσουν από το κρύο. Αυτοί έβαζαν μια χλένη, ένα στρατιωτικό πανοφώρι με τα στιβάνια και πλάγιαζαν σε μια πεζούλα.

Διανυκτερεύαμε και εμείς στα βουνά. Οι Πάχνες ήθελαν δυο βραδιές. Πλαγιάζαμε με ένα κουβερτάκι, σε κανένα γκρεμνό εκεί να κόβει ή μέσα στα μιτάτα, στα τυροκομεία, στους κούμους.

Τα πρώτα χρόνια οι βοσκοί δεν πίστευαν ότι δεν πληρωνόμασταν γιατί σου λέει εγώ τυραννιέμαι εδώ για να βγάλω, αυτοί έρχονται εδώ χωρίς να παίρνουν λεφτά;»

Σκι στ’ Ασκύφου

Μέσα σε 30 χρόνια κατέγραψε 1.400 σπήλαια

Ο κ. Πλυμάκης επισημαίνει και εκείνος όπως και ο κ. Χουλιόπουλος, ότι ξεκίνησαν οι δυο τους τη σπηλαιολογία το 1955, χαρτογραφώντας άγνωστα σπήλαια με πρωτόγονα μέσα.

Τ. Χουλιόπουλος και Α. Πλυμάκης στο σπηλαιοβάραθρο Τζανή Ομαλού (1961)
Κατακόρυφο κατέβασμα του Α. Πλυμάκη σε σπήλαιο, με την πρωτόγονη σκάλα από σχοινί, το 1961

«Χαρτογραφήσαμε καμιά δεκαριά σπήλαια, γιατί δεν γινόταν με εκείνα τα μέσα. Μέσα σε 30 χρόνια είχα καταγράψει 1.400 σπήλαια. Λένε ότι σε αυτή την έκταση του νομού Χανίων, υπάρχουν τα περισσότερα σπήλαια και βάραθρα στην Ευρώπη».

Ο ίδιος μπήκε περίπου σε 250 σπήλαια. Μάλιστα σε αυτά είχε βρει και παραδώσει στις αρμόδιες αρχές πολλά αρχαία ευρήματα. 7 στα 10 σπήλαια είχαν ευρήματα και αρχαία αλλά και νεότερης ιστορίας όπως μας είπε.

Έχει ζήσει αρκετές στιγμές που δυσκολεύτηκε κατά την εξερεύνηση σπηλαίων. Μια από αυτές ήταν όταν σε ένα σπήλαιο είχε περάσει μέσα από ένα λούκι όπως το είπε, ένα στενό πέρασμα.  Όταν όμως προσπάθησε να γυρίσει για να ξαναβγεί έξω από το ίδιο σημείο, η γεωμορφολογία ήταν τέτοια που δεν χωρούσε να περάσει: «Έκανε άλλο “δίπλωμα” το σώμα  και ζορίστηκα, δε χωρούσα. Ενώ μπήκα από το ίδιο, έβλεπα πως δεν μπορούσα να βγω! Εκεί “τα χρειάστηκα” αλλά τελικά βγήκα».

1961

«Άλλη μια φορά είχε πάει στο σπήλαιο του Πετσή, στο Κόκκινο Χωριό και τους είχαν πει να μην πάνε μέσα γιατί τότε, το 56, κρυβόταν εκεί ο αντάρτης Γιώργος Τζομπανάκης, με τον οποίο μετά έγιναν φίλοι. Εκείνος πήγε και: «Βρήκα μέσα τα μαγειρικά του σκεύη (φωτο) αλλά ευτυχώς δεν ήταν μέσα ο ίδιος γιατί πού να ξέρει αυτός ότι ήμασταν σπηλαιολόγοι. Θα νόμιζε ότι ήμασταν χωροφύλακες και θα μας “έριχνε” καμία!»

Μαγειρικά σκεύη του αντάρτη Γ. Τζομπανάκη που είχε βρει ο Α. Πλυμάκης στο σπήλαιο του Πετσή

Κλείνοντας, στην ερώτηση, πώς αισθανόταν ο ίδιος όταν ανέβαινε σε κάποια κορυφή, απαντά: «Σαν αετός. Έλεγαν οι Σφακιανοί παλιά ότι οι άνθρωποι στην πόλη έχουν καρδιά πουλιού και οι ορεινοί έχουν καρδιά αετού».

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook