Οι μελισσοκόμοι της χώρας προσπαθούν να συνέλθουν από το σοκ, καθώς όπως χαρακτηριστικά λένε, ζουν τη χειρότερη χρονιά, ενώ από την αρχή της σεζόν προειδοποιούσαν για τις δυσκολίες, καθώς και φέτος η κλιματική αλλαγή έδειξε τα δόντια της από νωρίς.


Έτσι, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις η πανελλαδική παραγωγή θα είναι μειωμένη: «Ακόμα και οι κύριες περιοχές, όπως η Εύβοια και η Χαλκιδική, που παράγουν πεύκο, φέτος δεν κατάφεραν να δουλέψουν. Εξαίρεση αποτελεί η Θάσος, όμως τα έξοδα για να μεταφερθούν τα κοπάδια εκεί είναι τριπλάσια», εξηγεί στον Οικονομικό Ταχυδρόμο ο πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συνεταιρισμού Θεσσαλίας «Apis Era» και γενικός γραμματέας του Μελισσοκομικού Συλλόγου Λάρισας, Ιωάννης Σενκό.

Η απώλεια εισοδήματος είναι βέβαιη, καθώς κάθε προσπάθεια να αυξηθεί η τιμή στον παραγωγό είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να αντισταθμίσει τις απώλειες εξαιτίας των μειωμένων ποσοτήτων.

Ξεκίνησε η χρονιά …στραβά
Τα άσχημα σημάδια ήταν ορατά από τον χειμώνα, ο οποίος όπως εξηγούν οι παραγωγοί στον ΟΤ, ήταν ζεστός με αποτέλεσμα να αποσταθεροποιηθεί ο βιολογικός κύκλος της μέλισσας. Οι ελπίδες να διορθωθεί η κατάσταση την άνοιξη διαψεύστηκαν, καθώς ο φετινός Απρίλης ήταν ψυχρός, ενώ ο Μάιος χαρακτηρίστηκε από έντονες βροχοπτώσεις, συνθήκες καθόλου ευνοϊκές για τις μελιτοφορίες.

Στο σκηνικό αυτό ήρθαν να προστεθούν οι καταστροφικές πυρκαγιές του Αυγούστου και οι πλημμύρες του Σεπτεμβρίου, από την κακοκαιρία Daniel, που έκαναν στάχτη και έπνιξαν χιλιάδες κυψέλες.

Σύμφωνα με τις δηλώσεις για τις ζημιές στον ΕΛΓΑ, στη Θεσσαλία χάθηκαν 112.000 μελίσσια, ενώ στον Έβρο κάηκαν περίπου 2.500.

Στα μελίσσια της Θεσσαλίας, περιλαμβάνονται όπως μας είπε ο Ιωάννης Σενκό και μελίσσια από διάφορες παραγωγικές περιοχές της Ελλάδας, τα οποία φιλοξενούνταν στη Θεσσαλία τη συγκεκριμένη περίοδο.

Όμως, σημαντικές ήταν και οι οικονομικές επιπτώσεις όχι μόνο από την απώλεια του ζωικού κεφαλαίου, αλλά και από τις αναγκαστικές μεταφορές μελισσιών για να μην καταστραφούν.

Αυτή η περίοδος είναι κρίσιμη, όμως η έλλειψη γύρεων και νέκταρος, φέρνουν σε απόγνωση τους μελισσοκόμους, που αυτή την εποχή βρίσκονται στην παραγωγή του πεύκου.

«Οι καιρικές συνθήκες δεν επέτρεψαν να αναπτυχθούν τα μελίσσια. Τα προβλήματα στην ανθοφορία του καλοκαιριού, λόγω της παρατεταμένης ανομβρίας, είχε ως αποτέλεσμα μειωμένη παραγωγή τόσο στο μέλι όσο και στον βασιλικό πολτό. Χαρακτηριστικό είναι παραγωγός από 1.000 μελίσσια, κατάφερε να βγάλει μέλι όσο θα έβγαζε κάποιος με 50 μελίσσια», λέει στον ΟΤ ο πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης Γιώργος Χίτογλου.

Αρνητικό το πρόσημο στο ταμείο
Προς το παρόν το πρόσημο στο ταμείο για τους μελισσοκόμους είναι αρνητικό, καθώς το κόστος παραγωγής, τα έξοδα του βασικού εξοπλισμού και η τακτική μετακίνηση των μελισσιών παραμένουν αυξημένα.

Τα προβλήματα δε σταματούν εδώ, για να μπορέσουν να συντηρήσουν τα μελίσσια οι μελισσοκόμοι, αναγκάστηκαν να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη. Οι αυξημένες απαιτήσεις σε συνδυασμό με τις αυξήσεις των τιμών εκτόξευσαν τα έξοδα σε επίπεδα μη συγκρίσιμα με οποιαδήποτε άλλη χρονιά.

«Εξαρχής η χρονιά ήταν δύσκολη για εμάς τους παραγωγούς, ενώ επιβαρυνθήκαν και με το υψηλό κόστος των μελισσοτροφών για να καταφέρουμε να συντηρήσουμε τα μελίσσια μας», σημειώνει ο κ. Σενκό.

Να σημειωθεί ότι το κόστος παραγωγής ανέρχεται περίπου στα 4 με 4,5 ευρώ/κιλό.

Αυτάρκεια στο 60%
Η μελισσοκομία ασκείται σε όλες τις χώρες της ΕΕ και χαρακτηρίζεται από διαφορετικές συνθήκες παραγωγής, αποδόσεις και μελισσοκομικές πρακτικές. Η ΕΕ είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός μελιού, ενώ την πρωτιά κατέχει η Κίνα.

Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση για την αγορά μελιού, που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο, η ΕΕ παρέμενε και το 2021 ο δεύτερος παγκόσμιος παραγωγός μελιού, με τη συνολική παραγωγή στους 215.000 τόνους, από 230.000 τόνους έως το 2020. Πρώτη δύναμη στον κλάδο του μελιού παραμένει η Κίνα, η οποία το 2021 παρουσίασε παραγωγή 486.000 τόνων, από 466.000 τόνους το 2020.

Την ίδια στιγμή, η ΕΕ είναι καθαρός εισαγωγέας μελιού από τρίτες χώρες, καθώς εξακολουθεί να μην παράγει αρκετό μέλι για να καλύψει τη δική της κατανάλωση, με το ποσοστό αυτάρκειας να είναι περίπου στο 60%.

Για το λόγο αυτό, οι εισαγωγές είναι απαραίτητες για την κάλυψη της εγχώριας κατανάλωσης στην Ευρώπη, με την Κίνα και την Ουκρανία να παραμένουν οι βασικοί προμηθευτές της κοινότητας. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, το 2020 η ΕΕ εισήγαγε 174.912 τόνους μελιού δαπανώντας συνολικά 359.961.000 ευρώ και το 2021 173.511 τόνους ύψους 406.804.000 ευρώ.

Τα φθηνά μέλια και η νοθεία
Το ελλιπές νομοθετικό πλαίσιο, οι μειωμένοι έλεγχοι και η πίεση που ασκείται στην τιμή παραγωγή από την εισαγωγή φθηνών «μελιών», τα οποία μπορούν και να βαφτιστούν …ελληνικά, αποτελούν σημεία αιχμής για τον μελισσοκομικό κόσμο.

«Το μεγαλύτερο αγκάθι για τον κλάδο μας είναι οι ελληνοποιήσεις, οι οποίες όπως γίνονταν στο παρελθόν θα συνεχίσουν να γίνονται», μας λέει ο κ. Σενκό, εξηγώντας μας το εξής παράδοξο: «Ενώ φέτος θα έχουμε μειωμένη παραγωγή θα δείτε ότι στα ράφια δεν θα υπάρχει έλλειψη μελιού και η τιμή θα παραμείνει ακριβώς, η ίδια. Πώς γίνεται αυτήν τη στιγμή, που το κόστος παραγωγής ανέρχεται στα 4 με 4,50 ευρώ/κιλό, να βρίσκουμε στα ράφια μέλι συσκευασμένο 5 και 6 ευρώ/κιλό; Αυτό είναι αδιανόητο».

Παράλληλα, επισημαίνει τους κινδύνους εισαγόμενα μέλια να πωλούνται ως ελληνικά, ζητώντας άμεσα από τους αρμόδιους φορείς να παρθούν συγκεκριμένα μέτρα προστασίας τόσο του προϊόντος όσο και των παραγωγών.

Την άποψη ότι οι εισαγωγές είναι αναγκαίες και πρέπει να γίνονται αρκεί αυτές να είναι νόμιμες, εξέφρασε στον ΟΤ, ο κ. Χίτογλου, υπενθυμίζοντας υπόθεση του 2020 όπου στην ΕΕ εισήχθησαν 800 τόνοι νοθευμένου μελιού.

ot.gr

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook