Βάλε ακόμα ένα διπλό… Ή  μάλλον κάνε τα δύο, έτσι Φίλε;…. Κούπα, κούπα ρε μεγάλε! Έλα πίνε!… Μου έλεγες…και κατέβαζες το ποτό τόσο γρήγορα, που είχα χαθεί.. 

-Παλικάρι, φώναζες το σερβιτόρο,  φέρε ένα μπουκάλι ακόμα.. 
Βγάλε και μια selfie το τραπέζι, τα μπουκάλια να φαίνονται έτσι; Το χαμό που κάνουμε απόψε..  Έτσι, για την βραδιά! Να την θυμόμαστε… Και μην ξεχάσεις να το ποστάρεις!!! Γράψε.. “Πίνοντας το Βόσπορο…”

Αυτά ήταν τα λόγια σου… Όλο το βράδυ… Εκείνο το βράδυ.. Και πήρες τα κλειδιά… 

Δεν σε πρόλαβα και νιώθω ότι φταίω! Και φταίω ρε φίλε! Και έχω μείνει, με το τελευταίο ποστάρισμα! Εκείνο το ποσταρισμα, πόσο αληθινό…Να το κοιτώ και να αναρωτιέμαι.. Να το κοιτώ και να γεμίζω τύψεις… ενοχές ρε φίλε!

“Ντριν… Ντριν” χτύπησε το τηλέφωνο… Και η ώρα προμήνυε το κακό. Ήταν η μάνα σου ρε φιλαράκι! 

“Πάει Κωστή μου, πάει.. Έφυγε Κωστή μου… Έφυγε και με άφησε έρμη και μοναχή.. Τι θα γίνω Κωστή μου, τώρα.. Τι?”

Που είσαι κυρά Φρόσω; Τι είναι αυτά που μου λες.. Είπα με τρεμάμενη φωνή, μα κατά βάθος ήξερα.. 

Η ταχύτητα έφτασε 200 μα οι κτύποι της καρδιάς μου μπορεί και 500… Τα χέρια μου ίδρωναν όλο και περισσότερο, παρολαυτα μανία τα είχε πιάσει και είχαν αγκιστρωθεί στο τιμόνι.. Το πόδι μου είχε τέτοια ένταση που δεν άφηνε το γκάζι… Ταχύτητα και όλο και περισσότερη ταχύτητα… 
Να σταματήσει ο χρόνος, να φτάσω.. Να βρεθώ με ένα μαγικό ραβδάκι στο νοσοκομείο.. Εκεί κάτω στο υπόγειο.. Στο νεκροτομείο…Τώρα… Τώρα… Σκεφτόμουν… 

Κατηφόρισα, άφησα το αμάξι με τα κλειδιά επάνω. Κοίταξα αριστερά, κοίταξα δεξιά δεν είδα κανέναν, μόνο σκοτάδι.. Το μόνο που μπόρεσα να διακρίνω ήταν μια λυπημένη, μελαγχολική βουή.. Ακολούθησα τη βουή.. Και βρέθηκα πίσω από μια κολώνα… Αντίκρισα τη κυρά Φρόσω.. Και στο πόνο της, “αξιοπρεπής..” Μοιρολογούσε με δάκρυα στα μάτια… Μοιρολογούσε με το πρόσωπο σπασμένο από στεναχώρια.. 

“Πάει παιδί μου, πάει.. Χάθηκε.. Βγήκανε τα σωθικά του στη κολώνα! Παναγιααα μου! Το παιδί μου! Τι ειν’ τούτο το κακό που βρήκε το παιδί μου…, Το παιδί μου”

Δεν μπορούσα να το πιστέψω, άνοιξα τη πόρτα του νεκροτομείου.. Μόνο φώτα.. Ένα φορείο και πάνω του,  εσύ ρε μπαγάσα! 

Αλήθεια δεν κρύωνες; Δεν ήσουν σκεπασμένος.. Σε πλησίασα, δεν αναγνώρισα τη μορφή σου.. Είχε δίκιο η μάνα σου.. Χριστέ μου δεν κρυώνεις εδώ; Δεν φοβάσαι; Σήκω ρε μαλάκα! Δεν κάνει να είσαι εδώ.. Φοβίζει το μέρος.. Φοβίζεις και εσύ ρε μαλάκα! Σταματά τη πλάκα! Με ακούς; Σταματά τώρα, σήκω επάνω και πάμε να φύγουμε ρε φίλε! Τι δουλειά έχουμε εμείς εδώ; Εμείς έχουμε όλη τη ζωή μπροστά μας, 24 χρονών παλικάρια είμαστε! Εεεε!! Σήκω ρε! Γιατί δεν με ακούς; Κάνε μια φορά αυτό που σου λέω! 

Το σώμα σου τόσο σκληρό.. Τόσο παγωμένο ρε φίλε.. Τόσο βαρύ!! Έκανα να σε σηκώσω, να σε πάρω μια αγκαλιά, μα ήσουν ασήκωτος!
Κοίτα τώρα πως γίναμε! Χάλια γίναμε ρε αλάνι! Χάλια! Τι θα πω τώρα στη μάνα σου, μου λες;  Τι να ποστάρω τώρα? 

Τα δάκρυα βροχή, η λύπη μου μεγάλη.. Ο μονόλογος μου συνεχίστηκε για πολύ ώρα ακόμα.. Είχα πολλά να πω… 

Έκλεισα τη παγωμένη πόρτα, αφού έβγαλα το μπουφάν μου κ τον σκέπασα.. Κάλυψα τις πληγές με ένα χάδι και του έδωσα, ένα τελευταίο φιλί.. Για μένα ήταν ο ” Αντώνης” και αυτό δεν άλλαζε..

Αγκάλιασα τη μάνα του, τι να έλεγα σε εκείνη τη γυναίκα, κατέληξε εφταμναχη.. Χωρίς σύζυγο.. Μα τώρα μήτε με παιδί.. 

Χριστέ μου πως μπόρεσα να το κάνω αυτό.. Γιατί δεν είχα τη δύναμη να πω “ΟΧΙ” σταματά! Γιατί δεν πήρα τα κλειδιά! Γιατί ρε Θεέ μου!!Ο θεός περνει τα καλά παιδιά γι’αυτό διάλεξε και σένα.. Σκέψεις… στο μυαλό μου… Καθώς είχα αγκαλιά εκείνη τη μάνα, Τη μάνα σου… Ένας πόλεμος στο μυαλό μου.. Όχι φίλε μου ο θεός δεν διαλέγει.. Εσύ οδηγείς.. στο θάνατο… Σκέψεις, σκέψεις… Μα το αποτέλεσμα,  ίδιο… 

Το αίμα μου είχε παγώσει.. Τα μάτια μου ήταν θολά από το κλάμα…Τα χέρια μου παρέμεναν μουδιασμένα… Το κορμί μου με εγκατέλειπε..
Πονούσα.. Στη ψυχή κ στο σώμα.. Δεν είπα πολλά.. Πήρα τη μάνα και έφυγα…

Ήρθε η επόμενη μέρα.. Άγρυπνος, με πρησμένα μάτια, στενοχωρημένος, κατάκοπος, σκυθρωπός και πονεμένος, κανόνισα  τη κηδεία σου.. Διάλεξα το κουστούμι σου, το πιο όμορφο κουστούμι που είχα δει ποτέ μου, και ναι φίλε μου, ήσουν ο πιο όμορφος γαμπρός… Εγώ σε έντυσα, εγώ σου τα φόρεσα όλα… Ξέρεις γιατί; Για να είμαι σίγουρος! Σίγουρος φίλε μου ότι θα φορέσεις το σακάκι σου και δεν θα κρυώνεις… Δεν θα κρυώσεις ποτέ ξανά.. 

Αληθινή ιστορία, εκτυλίχθηκε στο Νοσοκομείο Ρεθύμνης, τα ονόματα έχουν αλλαχθεί. ( Ρ. Ι.) 

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook