Οι γονείς το «κλειδί» στις έρευνες

Το σημείωμα αποτελείτο από μόλις τρεις λέξεις, οι οποίες ήταν αρκετές για να αλλάξουν τη ζωή της. «Θα σε σκοτώσω», της είχαν γράψει σε ένα λευκό χαρτί και το είχαν ρίξει μέσα στη σχολική της τσάντα. Ίσως στην αρχή να το εξέλαβε ως ένα κακόγουστο αστείο, ίσως να επικράτησε η ψυχραιμία. Όταν, όμως, η κίνηση αυτή άρχισε να επαναλαμβάνεται τακτικά, αποφάσισε να ενημερώσει τους γονείς της. Οι συμμαθητές της -χωρίς να υπάρχει κάποιος προφανής λόγος- δεν είχαν κανένα πρόβλημα να την εκφοβίσουν με αυτό τον τρόπο. Ευτυχώς, και εκείνη δεν είχε κανένα πρόβλημα να απευθυνθεί στην Εισαγγελία Ανηλίκων, καταγγέλλοντας το περιστατικό.

Η περίπτωση της νεαρής μαθήτριας, ωστόσο, δεν αποτελεί την πλειοψηφία. Αλλα παιδιά με ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση, που αισθάνονται ότι δεν μπορούν να μιλήσουν για αυτό που τους συμβαίνει, προτιμούν να δώσουν ένα τραγικό τέλος, με μία ολόκληρη κοινωνία να κοιτά, αδύναμη να τα προστατεύσει. Τα περισσότερα, πάλι, οπισθοχωρούν, ορισμένες φορές παρά τη συμπαράσταση των γονέων τους, βάζοντας ένα πρόωρο τέλος στις δικογραφίες που ανοίγουν.

Ο κύριος όγκος των φακέλων που σχηματίζονται στην Εισαγγελία Ανηλίκων αφορούν στην παραβατικότητα ή στην κακοποίηση ανήλικων παιδιών, οι οποίες ιδίως την περίοδο της οικονομικής κρίσης έχουν αυξητική πορεία. Ανάμεσά τους, ωστόσο, υπάρχουν και υποθέσεις bullying, με θύματα μικρά παιδιά. «Πρόκειται κυρίως για ευαίσθητους ανήλικους, συναισθηματικά παιδιά που αδυνατούν να επικοινωνήσουν τι συμβαίνει στους γονείς τους», αναφέρουν άνθρωποι που έχουν ασχοληθεί με τέτοιες περιπτώσεις. Οι επιθέσεις εκφοβισμού που δέχονται, παραμένουν για καιρό ένα επτασφράγιστο μυστικό, με τα νεαρά θύματα να καταπιέζονται στη σιωπή.

Oπως και στις υπόλοιπες υποθέσεις που αφορούν σε εγκλήματα από ή σε βάρος παιδιών, έτσι και στις περιπτώσεις εκφοβισμού και bullying βασικό ρόλο έχουν οι ενήλικοι. Οι γονείς του θύματος που «άργησαν να δουν τα σημάδια», ακόμα και οι γονείς των «δραστών» αποτελούν συχνά το κλειδί για την εξέλιξη της έρευνας. «Εχουν υπάρξει περιστατικά όπου οι γονείς του παιδιού δέχονται με τη σειρά τους μία μορφή bullying για να πάρουν πίσω τις καταγγελίες. Πώς να θέλουν να συνεχιστεί η έρευνα, όταν ξαφνικά βλέπουν να βομβαρδίζονται μάρτυρες, ακόμα και αστυνομικοί που διεξάγουν την έρευνα, από μηνύσεις και αναφορές;», εξηγούν γνώστες της διαδικασίας και προσθέτουν ότι οι γονείς παίζουν καταλυτικό ρόλο: «Σε κάθε φάκελο που υπάρχει, ανεξάρτητα από το αδίκημα που ελέγχεται, οι γονείς είναι ο σημαντικότερος παράγοντας. Υπάρχουν εκείνοι που με τη συμπεριφορά τους ωθούν τους ανήλικους σε εγκληματικές πράξεις ή που επιχειρούν στη συνέχεια να τα καλύψουν. Συχνά σε υποθέσεις με βαριά αδικήματα και δράστες παιδιά, είναι οι γονείς που τα έχουν ωθήσει».

Νομικοί κύκλοι υποστηρίζουν, πάντως, πως ούτε και η θέσπιση του νόμου περί bullying «Πρόκληση βλάβης με συνεχή σκληρή συμπεριφορά» (312ΠΚ), που ψηφίστηκε μετά την πολύκροτη υπόθεση του Βαγγέλη Γιακουμάκη, μπόρεσε να δώσει λύση, κάνοντας λόγο για ένα «μαλθακό» νομοθέτημα.

«Ο νόμος δεν μπορεί να φέρει κάποιο αποτέλεσμα, είναι άνευ νοήματος, ιδίως όταν ο δράστης είναι ανήλικος», επισημαίνουν. Σύμφωνα με τη διάταξη, «αν η πράξη τελείται μεταξύ ανηλίκων, δεν τιμωρείται, εκτός αν η μεταξύ τους διαφορά ηλικίας είναι μεγαλύτερη από τρία έτη, οπότε επιβάλλονται μόνο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα». Από την άλλη πλευρά, πολλοί κρίνουν την επιλογή αυτή ορθή, καθώς -όπως υπογραμμίζουν- οι συµπεριφορές µεταξύ ανηλίκων της ίδιας ηλικίας θα πρέπει να αντιµετωπίζονται µε µέτρα διαπαιδαγώγησης και όχι εµπλοκής µε τον ποινικό νόµο.

«Το bullying είναι η άσκηση σωματικής και ψυχολογικής βίας σε βάρος ενός ατόμου. Είναι ένας τρόπος ζωής», αναφέρει στον «Ε.Τ.» ο Δημήτρης Μπούκας, ο συνήγορος της οικογένειας Γιακουμάκη, ο οποίος εδώ και δύο χρόνια μάχεται για την υπόθεση. «Εδώ οι ενήλικοι δεν μπορούν να εξηγήσουν το θέμα του εκφοβισμού. Πώς περιμένουμε κάτι τέτοιο από τους ανήλικους; Μην ξεχνάμε πως οι δράστες είναι πολλοί και το θύμα ένα, με αποτέλεσμα το τελευταίο να θέτει τον εαυτό του εν αμφιβόλω, να αναρωτιέται τι δεν κάνει σωστά», υποστηρίζει.

Αλλωστε, ακόμη και η περίπτωση Γιακουμάκη που συντάραξε το πανελλήνιο, με δράστες που γρήγορα κατονομάστηκαν, δεν έχει φτάσει μέχρι σήμερα στο ακροατήριο. Η δικογραφία για επικίνδυνες σωματικές βλάβες, παράνομη βία και άλλα, για όσα υπέστη ο νεαρός σπουδαστής πριν από το θάνατό του, παραμένει στο στάδιο της ανάκρισης ήδη από το 2015 κι ενώ η ελληνική Δικαιοσύνη έχει προχωρήσει στην τιμωρία του διευθυντή της Σχολής, σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, αποδεχόμενη ότι παρενέβη τα καθήκοντά του αναφορικά με τρεις εκφοβιστικές πράξεις σπουδαστών.

Σε ένα σημείο συγκλίνουν, πάντως, όλες οι απόψεις των ειδικών και αυτό είναι να μη φοβούνται οι εμπλεκόμενοι να ενημερώνουν τις Αρχές, αφού μόνο η παρουσία ενός κοινωνικού λειτουργού ή έστω του διευθυντή του σχολείου είτε άλλου οργάνου θα μπορούσε να δώσει ένα τέλος σε κάποιες περιπτώσεις εκφοβισμού.

Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής

Ακολουθήστε το flashnews.gr στο Google News και την σελίδα μας στο Facebook